συρράσσω: Difference between revisions

From LSJ

Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid

Menander, Monostichoi, 316
(40)
(CSV import)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syrrasso
|Transliteration C=syrrasso
|Beta Code=surra/ssw
|Beta Code=surra/ssw
|Definition=Att. συρράττω, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dash together, fight with</b>, ἄδηλον ὂν ὁπότε σφίσιν αὐτοῖς ξυρράξουσι <span class="bibl">Th.8.96</span>; ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.3.19</span>, cf. <span class="bibl">7.5.16</span>; σ. εἰς τὴν μάχην <span class="bibl">D.S.16.4</span>; of ships, <span class="bibl">Id.20.51</span>; of rivers, <b class="b2">meet with a roar</b>, <span class="bibl">Id.17.97</span>; τοῦ κουφοτάτου καὶ βαρυτάτου . . συρραξάντων διαμάχη <span class="bibl">Ph.2.513</span>.</span>
|Definition=Att. [[συρράττω]], [[dash together]], [[fight with]], ἄδηλον ὂν ὁπότε σφίσιν αὐτοῖς ξυρράξουσι Th.8.96; ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις X.''HG''4.3.19, cf. 7.5.16; σ. εἰς τὴν μάχην [[Diodorus Siculus|D.S.]]16.4; of ships, Id.20.51; of rivers, [[meet with a roar]], Id.17.97; τοῦ κουφοτάτου καὶ βαρυτάτου.. συρραξάντων διαμάχη Ph.2.513.
}}
{{bailly
|btext=[[en venir aux mains]], [[se heurter avec]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ῥάσσω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συρράσσω, Att. ook συρράττω &#91;[[σύν]], [[ῥάσσω]]] aor. συνέρραξα; fut. ξυρράξω Thuc. 8.96.2, (op elkaar) botsen, slaags raken (met); met dat.: τοῖς Θηβαίοις met de Thebanen Xen. Hell. 4.3.19.
}}
{{pape
|ptext=att. [[συρράττω]], = [[συρρήσσω]], [[συρρήγνυμι]], bes. <i>[[feindlich]] [[zusammentreffen]]</i>, τινί; Thuc. 8.96 (vgl. [[συρρήγνυμι]]); ἐξὸν [[αὐτῷ]] χειροῦσθαι τοὺς [[ὄπισθεν]], οὐκ ἐποίησε τοῦτο, ἀλλ' [[ἀντιμέτωπος]] συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις, Xen. <i>Hell</i>. 4.3.19; vgl. 7.5.16; συνέρραξαν εἰς τὴν μάχην, DS. 16.4; συρράξαντες ἐμάχοντο, Dion.Hal. 5.38.
}}
{{elru
|elrutext='''συρράσσω:''' атт. [[συρράττω]] сталкиваться, сшибаться (τινί Thuc., Xen.): σ. εἰς τὴν μάχην Diod. вступать в бой.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συρράσσω''': Ἀττ. -ττω, = [[συρρήγνυμι]] ΙΙ, (πρβλ. [[σύρραγμα]]), συγκρούομαι, [[μάχομαι]] [[πρός]] τινα, Λατ. confligere cum aliquo, ἄδηλον ὂν [[ὁπότε]] σφίσιν αὐτοῖς ξυρράξουσι Θουκ. 8. 96· [[ἀντιμέτωπος]] συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 19, πρβλ. 7. 5, 16· σ. εἰς τὴν μάχην Διόδ. 16. 4· ἐπὶ πλοίων, [[αὐτόθι]] 20. 51· ἐπὶ ποταμῶν, ὧν τὰ ὕδατα [[μετὰ]] πατάγου ἑνοῦνται, [[αὐτόθι]] 17. 97.
|lstext='''συρράσσω''': Ἀττ. -ττω, = [[συρρήγνυμι]] ΙΙ, (πρβλ. [[σύρραγμα]]), συγκρούομαι, [[μάχομαι]] [[πρός]] τινα, Λατ. confligere cum aliquo, ἄδηλον ὂν [[ὁπότε]] σφίσιν αὐτοῖς ξυρράξουσι Θουκ. 8. 96· [[ἀντιμέτωπος]] συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 19, πρβλ. 7. 5, 16· σ. εἰς τὴν μάχην Διόδ. 16. 4· ἐπὶ πλοίων, [[αὐτόθι]] 20. 51· ἐπὶ ποταμῶν, ὧν τὰ ὕδατα μετὰ πατάγου ἑνοῦνται, [[αὐτόθι]] 17. 97.
}}
{{bailly
|btext=en venir aux mains, se heurter avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ῥάσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[συρρήσσω]] και αττ. τ. συρράττω Α<br /><b>1.</b> [[συγκρούομαι]], συμπλέκομαι με κάποιον<br /><b>2.</b> (για ποταμούς) συναντιέμαι με πάταγο («μεγάλων... ῥείθρων εἰς ἕνα τόπον συρραττόντων», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ῥάσσω]] / [[ῥήσσω]] «[[χτυπώ]]»].
|mltxt=και [[συρρήσσω]] και αττ. τ. συρράττω Α<br /><b>1.</b> [[συγκρούομαι]], συμπλέκομαι με κάποιον<br /><b>2.</b> (για ποταμούς) συναντιέμαι με πάταγο («μεγάλων... ῥείθρων εἰς ἕνα τόπον συρραττόντων», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ῥάσσω]] / [[ῥήσσω]] «[[χτυπώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συρράσσω:''' Αττ. -ττω = [[συρρήγνυμι]] II, [[συγκρούομαι]], εμπλέκομαι σε [[μάχη]] με άλλους, με δοτ., σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[ad manus venire]]'', to [[come to blows]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.96.2/ 8.96.2],<br>MED. ''[[erumpere]]'', to [[burst forth]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.66.1/ 1.66.1].
}}
}}

Latest revision as of 14:24, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρράσσω Medium diacritics: συρράσσω Low diacritics: συρράσσω Capitals: ΣΥΡΡΑΣΣΩ
Transliteration A: syrrássō Transliteration B: syrrassō Transliteration C: syrrasso Beta Code: surra/ssw

English (LSJ)

Att. συρράττω, dash together, fight with, ἄδηλον ὂν ὁπότε σφίσιν αὐτοῖς ξυρράξουσι Th.8.96; ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις X.HG4.3.19, cf. 7.5.16; σ. εἰς τὴν μάχην D.S.16.4; of ships, Id.20.51; of rivers, meet with a roar, Id.17.97; τοῦ κουφοτάτου καὶ βαρυτάτου.. συρραξάντων διαμάχη Ph.2.513.

French (Bailly abrégé)

en venir aux mains, se heurter avec, τινι.
Étymologie: σύν, ῥάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συρράσσω, Att. ook συρράττω [σύν, ῥάσσω] aor. συνέρραξα; fut. ξυρράξω Thuc. 8.96.2, (op elkaar) botsen, slaags raken (met); met dat.: τοῖς Θηβαίοις met de Thebanen Xen. Hell. 4.3.19.

German (Pape)

att. συρράττω, = συρρήσσω, συρρήγνυμι, bes. feindlich zusammentreffen, τινί; Thuc. 8.96 (vgl. συρρήγνυμι); ἐξὸν αὐτῷ χειροῦσθαι τοὺς ὄπισθεν, οὐκ ἐποίησε τοῦτο, ἀλλ' ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις, Xen. Hell. 4.3.19; vgl. 7.5.16; συνέρραξαν εἰς τὴν μάχην, DS. 16.4; συρράξαντες ἐμάχοντο, Dion.Hal. 5.38.

Russian (Dvoretsky)

συρράσσω: атт. συρράττω сталкиваться, сшибаться (τινί Thuc., Xen.): σ. εἰς τὴν μάχην Diod. вступать в бой.

Greek (Liddell-Scott)

συρράσσω: Ἀττ. -ττω, = συρρήγνυμι ΙΙ, (πρβλ. σύρραγμα), συγκρούομαι, μάχομαι πρός τινα, Λατ. confligere cum aliquo, ἄδηλον ὂν ὁπότε σφίσιν αὐτοῖς ξυρράξουσι Θουκ. 8. 96· ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 19, πρβλ. 7. 5, 16· σ. εἰς τὴν μάχην Διόδ. 16. 4· ἐπὶ πλοίων, αὐτόθι 20. 51· ἐπὶ ποταμῶν, ὧν τὰ ὕδατα μετὰ πατάγου ἑνοῦνται, αὐτόθι 17. 97.

Greek Monolingual

και συρρήσσω και αττ. τ. συρράττω Α
1. συγκρούομαι, συμπλέκομαι με κάποιον
2. (για ποταμούς) συναντιέμαι με πάταγο («μεγάλων... ῥείθρων εἰς ἕνα τόπον συρραττόντων», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ῥάσσω / ῥήσσω «χτυπώ»].

Greek Monotonic

συρράσσω: Αττ. -ττω = συρρήγνυμι II, συγκρούομαι, εμπλέκομαι σε μάχη με άλλους, με δοτ., σε Θουκ., Ξεν.

Lexicon Thucydideum

ad manus venire, to come to blows, 8.96.2,
MED. erumpere, to burst forth, 1.66.1.