φυλακτό: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(45)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[φυλακτόν]], ΝΜ, και [[φυλαχτό]] Ν<br />[[αντικείμενο]], [[φυσικό]] ή χειροποίητο, που φορεί [[συνήθως]] [[κάποιος]] [[επάνω]] του [[γιατί]] πιστεύει ότι τον προστατεύει από κινδύνους και απομακρύνει το [[κακό]] ή του φέρνει [[καλοτυχία]] (α. «[[φυλαχτό]] με τίμιο [[ξύλο]]» β. «ἐν τῷ τραχήλῳ φυλακτά», Θεοφάν.<br />γ. «ἐξουθενεῑν τὰ λεγόμενα φυλακτὰ καὶ τοὺς λεγομένους ἐξορκισμούς», Νείλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του ρηματ. επιθ. [[φυλακτός]]].
|mltxt=το / [[φυλακτόν]], ΝΜ, και [[φυλαχτό]] Ν<br />[[αντικείμενο]], [[φυσικό]] ή χειροποίητο, που φορεί [[συνήθως]] [[κάποιος]] [[επάνω]] του [[γιατί]] πιστεύει ότι τον προστατεύει από κινδύνους και απομακρύνει το [[κακό]] ή του φέρνει [[καλοτυχία]] (α. «[[φυλαχτό]] με τίμιο [[ξύλο]]» β. «ἐν τῷ τραχήλῳ φυλακτά», Θεοφάν.<br />γ. «ἐξουθενεῖν τὰ λεγόμενα φυλακτὰ καὶ τοὺς λεγομένους ἐξορκισμούς», Νείλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του ρηματ. επιθ. [[φυλακτός]]].
}}
}}

Latest revision as of 20:30, 26 March 2021

Greek Monolingual

το / φυλακτόν, ΝΜ, και φυλαχτό Ν
αντικείμενο, φυσικό ή χειροποίητο, που φορεί συνήθως κάποιος επάνω του γιατί πιστεύει ότι τον προστατεύει από κινδύνους και απομακρύνει το κακό ή του φέρνει καλοτυχία (α. «φυλαχτό με τίμιο ξύλο» β. «ἐν τῷ τραχήλῳ φυλακτά», Θεοφάν.
γ. «ἐξουθενεῖν τὰ λεγόμενα φυλακτὰ καὶ τοὺς λεγομένους ἐξορκισμούς», Νείλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του ρηματ. επιθ. φυλακτός].