χουρμαδιά: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(46)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κουρμαδιά]], η, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του είδους φοίνικα Foenix dactylifera, που καλλιεργείται από την [[αρχαιότητα]] για τον εύγευστο και θρεπτικό καρπό της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χουρμάδ</i>-<i>ες</i>, πληθ. της λ. [[χουρμάς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιά</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καρυδ</i>-<i>ιά</i>)].
|mltxt=και [[κουρμαδιά]], η, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του είδους φοίνικα Foenix dactylifera, που καλλιεργείται από την [[αρχαιότητα]] για τον εύγευστο και θρεπτικό καρπό της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χουρμάδ</i>-<i>ες</i>, πληθ. της λ. [[χουρμάς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιά</i> ([[πρβλ]]. [[καρυδιά]])].
}}
}}

Latest revision as of 17:05, 11 May 2023

Greek Monolingual

και κουρμαδιά, η, Ν
βοτ. κοινή ονομασία του είδους φοίνικα Foenix dactylifera, που καλλιεργείται από την αρχαιότητα για τον εύγευστο και θρεπτικό καρπό της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χουρμάδ-ες, πληθ. της λ. χουρμάς + κατάλ. -ιά (πρβλ. καρυδιά)].