Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φολλικώδης: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
(45)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=follikodis
|Transliteration C=follikodis
|Beta Code=follikw/dhs
|Beta Code=follikw/dhs
|Definition=ες, dub. sens. in <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>4.30</span> (cf. [[φολιδώδης]]), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">full of cavities, spongy</b>, acc. to Gal.19.153; <b class="b2">scabby</b>, acc. to Erot., who has φόλλιξ, ικος, ἡ, in sense of a <b class="b2">scab, leprous sore</b>.</span>
|Definition=φολλικῶδες, dub. sens. in Hp.''Epid.''4.30 (cf. [[φολιδώδης]]), [[full of cavities]], [[spongy]], acc. to Gal.19.153; [[scabby]], acc. to Erot., who has φόλλιξ, ικος, ἡ, in sense of a [[scab]], [[leprous sore]].
}}
{{bailly
|btext=ης, ες,<br />dartreux, HPC. <i>Épid</i>. 4 p. 430.<br />'''Étymologie:''' φόλλιξ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φολλικώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) παρ’ Ἱππ., [[ὅπερ]] κατὰ τὸν Γαλην. = [[θυλακώδης]], «φολλικώδεα· τὰ οἰονεὶ θυλακώδεα καὶ σομφὰ» (Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 592), ἐν ᾧ ὁ Ἐρωτιαν. (σ. 384) ἑρμηνεύει: «φολλικώδη, τὰ ἐφιλλώδη καὶ λεπρώδη. οἱ γὰρ παλαιοὶ φόλλικας ἐκάλουν τὰς ψωρώδεις τραχύτητας».
|lstext='''φολλικώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) παρ’ Ἱππ., [[ὅπερ]] κατὰ τὸν Γαλην. = [[θυλακώδης]], «φολλικώδεα· τὰ οἰονεὶ θυλακώδεα καὶ σομφὰ» (Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 592), ἐν ᾧ ὁ Ἐρωτιαν. (σ. 384) ἑρμηνεύει: «φολλικώδη, τὰ ἐφιλλώδη καὶ λεπρώδη. οἱ γὰρ παλαιοὶ φόλλικας ἐκάλουν τὰς ψωρώδεις τραχύτητας».
}}
{{bailly
|btext=ης, ες,<br />dartreux, HPC. <i>Épid</i>. 4 p. 430.<br />'''Étymologie:''' φόλλιξ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[φόλλιξ]], -<i>ικος</i>]<br /><b>1.</b> <b>πιθ.</b> [[σπογγώδης]], [[πορώδης]]<br /><b>2.</b> [[ψωριάρης]].
|mltxt=-ῶδες, Α [[φόλλιξ]], -<i>ικος</i>]<br /><b>1.</b> <b>πιθ.</b> [[σπογγώδης]], [[πορώδης]]<br /><b>2.</b> [[ψωριάρης]].
}}
}}

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φολλικώδης Medium diacritics: φολλικώδης Low diacritics: φολλικώδης Capitals: ΦΟΛΛΙΚΩΔΗΣ
Transliteration A: phollikṓdēs Transliteration B: phollikōdēs Transliteration C: follikodis Beta Code: follikw/dhs

English (LSJ)

φολλικῶδες, dub. sens. in Hp.Epid.4.30 (cf. φολιδώδης), full of cavities, spongy, acc. to Gal.19.153; scabby, acc. to Erot., who has φόλλιξ, ικος, ἡ, in sense of a scab, leprous sore.

French (Bailly abrégé)

ης, ες,
dartreux, HPC. Épid. 4 p. 430.
Étymologie: φόλλιξ.

Greek (Liddell-Scott)

φολλικώδης: -ες, (εἶδος) παρ’ Ἱππ., ὅπερ κατὰ τὸν Γαλην. = θυλακώδης, «φολλικώδεα· τὰ οἰονεὶ θυλακώδεα καὶ σομφὰ» (Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 592), ἐν ᾧ ὁ Ἐρωτιαν. (σ. 384) ἑρμηνεύει: «φολλικώδη, τὰ ἐφιλλώδη καὶ λεπρώδη. οἱ γὰρ παλαιοὶ φόλλικας ἐκάλουν τὰς ψωρώδεις τραχύτητας».

Greek Monolingual

-ῶδες, Α φόλλιξ, -ικος]
1. πιθ. σπογγώδης, πορώδης
2. ψωριάρης.