φτηνός: Difference between revisions

From LSJ

Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.

Source
(45)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[φθηνός]], -ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που κοστίζει λίγο, που πουλιέται σε χαμηλή [[τιμή]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ευτελής]] («[[είναι]] πολύ φτηνό αυτό που είπες»)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[είναι]] [[ακριβός]] στα πίτουρα και [[φτηνός]] στο [[αλεύρι]]» — λέγεται για κάποιον που [[είναι]] [[φειδωλός]] στα μικρά και ασήμαντα πράγματα και [[σπάταλος]] στα ακριβά και [[σημαντικά]], που δεν ξέρει να αξιολογεί σωστά τα πράγματα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «το ακριβό [[είναι]] φτηνό» — δηλώνει ότι το ακριβό [[είναι]], [[συνήθως]], και καλής ποιότητας και διαρκεί περισσότερο, γι' αυτό και συμφέρει. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φτηνά</i> και <i>φθηνά</i> Ν<br /><b>1.</b> σε χαμηλή [[τιμή]]<br /><b>2.</b> με [[ευτέλεια]] («φέρθηκε πολύ φτηνά»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[εὐθηνός]], με σίγηση του αρκτικού άτονου φωνήεντος (<b>πρβλ.</b> [[ευρίσκω]] &GT; [[βρίσκω]], [[ευθειάζω]] &GT; <i>φτειάχνω</i>). Ο τ. [[φτηνός]] με [[ανομοίωση]] τών τριβόμενων φθόγγων / f / και / θ /, <b>πρβλ.</b> [[φθάνω]]: [[φτάνω]]].
|mltxt=και [[φθηνός]], -ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που κοστίζει λίγο, που πουλιέται σε χαμηλή [[τιμή]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ευτελής]] («[[είναι]] πολύ φτηνό αυτό που είπες»)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[είναι]] [[ακριβός]] στα πίτουρα και [[φτηνός]] στο [[αλεύρι]]» — λέγεται για κάποιον που [[είναι]] [[φειδωλός]] στα μικρά και ασήμαντα πράγματα και [[σπάταλος]] στα ακριβά και [[σημαντικά]], που δεν ξέρει να αξιολογεί σωστά τα πράγματα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «το ακριβό [[είναι]] φτηνό» — δηλώνει ότι το ακριβό [[είναι]], [[συνήθως]], και καλής ποιότητας και διαρκεί περισσότερο, γι' αυτό και συμφέρει. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φτηνά</i> και <i>φθηνά</i> Ν<br /><b>1.</b> σε χαμηλή [[τιμή]]<br /><b>2.</b> με [[ευτέλεια]] («φέρθηκε πολύ φτηνά»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[εὐθηνός]], με σίγηση του αρκτικού άτονου φωνήεντος (<b>πρβλ.</b> [[ευρίσκω]] > [[βρίσκω]], [[ευθειάζω]] > <i>φτειάχνω</i>). Ο τ. [[φτηνός]] με [[ανομοίωση]] τών τριβόμενων φθόγγων / f / και / θ /, <b>πρβλ.</b> [[φθάνω]]: [[φτάνω]]].
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 15 January 2019

Greek Monolingual

και φθηνός, -ή, -ό, Ν
1. αυτός που κοστίζει λίγο, που πουλιέται σε χαμηλή τιμή
2. μτφ. ευτελήςείναι πολύ φτηνό αυτό που είπες»)
3. παροιμ. φρ. «είναι ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στο αλεύρι» — λέγεται για κάποιον που είναι φειδωλός στα μικρά και ασήμαντα πράγματα και σπάταλος στα ακριβά και σημαντικά, που δεν ξέρει να αξιολογεί σωστά τα πράγματα
4. φρ. «το ακριβό είναι φτηνό» — δηλώνει ότι το ακριβό είναι, συνήθως, και καλής ποιότητας και διαρκεί περισσότερο, γι' αυτό και συμφέρει.
επίρρ...
φτηνά και φθηνά Ν
1. σε χαμηλή τιμή
2. με ευτέλεια («φέρθηκε πολύ φτηνά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. εὐθηνός, με σίγηση του αρκτικού άτονου φωνήεντος (πρβλ. ευρίσκω > βρίσκω, ευθειάζω > φτειάχνω). Ο τ. φτηνός με ανομοίωση τών τριβόμενων φθόγγων / f / και / θ /, πρβλ. φθάνω: φτάνω].