ευθειάζω
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
Greek Monolingual
(Μ εὐθειάζω)
κάνω κάτι ίσιο, ευθύ, το ισιώνω
μσν.
1. ετοιμάζω, παρασκευάζω
2. τακτοποιώ
3. επιδιορθώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθεία, θηλ. του ευθύς. Το ρ. ευθειάζω κατέληξε στο νεοελλ. φτειάχνω: ευθειάζω > φθειάζω με σίγηση του αρχικού προτονικού φωνήεντος > φθειάνω (πρβλ. εμβάζω - βάνω) > φτειάνω με ανομοίωση τών τριβομένων φθόγγων f και θ > φτειάχνω (πρβλ. σιάνω - σιάχνω). Η σημασία του αρχικού τ. ευθειάζω «ισιώνω» γενικεύθηκε σε «επισκευάζω» και στη συνέχεια ακόμη περισσότερο σε «κατασκευάζω»].