άκολος: Difference between revisions
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄκολος]], η (Α)<br />πολύ μικρό [[κομμάτι]] ψωμιού, [[μπουκιά]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄκολος]], η (Α)<br />πολύ μικρό [[κομμάτι]] ψωμιού, [[μπουκιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[είναι]] άγνωστης ετυμολογίας. Η σύνδεσή της με το σανσκρ. <i>aśn</i><i>ā</i><i>ti</i> «[[τρώγω]]» δεν βοηθάει [[καθόλου]] στην [[ερμηνεία]] του σχηματισμού της<br />[[επίσης]] αβέβαιη [[είναι]] και η [[σχέση]] της λ. με το ουσ. [[ἄκυλος]]. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. αποτελεί [[δάνειο]], <b>πρβλ.</b> «<i>βεκκος ακκαλος τι</i>» σε φρυγική [[επιγραφή]]].<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο [[κόλος]]<br />[[απύθμενος]], αυτός που δεν έχει πάτο, ο [[πάρα]] πολύ [[βαθύς]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:55, 29 December 2020
Greek Monolingual
(I)
ἄκολος, η (Α)
πολύ μικρό κομμάτι ψωμιού, μπουκιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. είναι άγνωστης ετυμολογίας. Η σύνδεσή της με το σανσκρ. aśnāti «τρώγω» δεν βοηθάει καθόλου στην ερμηνεία του σχηματισμού της
επίσης αβέβαιη είναι και η σχέση της λ. με το ουσ. ἄκυλος. Σύμφωνα με άλλη άποψη, η λ. αποτελεί δάνειο, πρβλ. «βεκκος ακκαλος τι» σε φρυγική επιγραφή].
(II)
-η, -ο κόλος
απύθμενος, αυτός που δεν έχει πάτο, ο πάρα πολύ βαθύς.