αἰθυκτήρ: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(2)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aithyktir
|Transliteration C=aithyktir
|Beta Code=ai)qukth/r
|Beta Code=ai)qukth/r
|Definition=ῆρος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">rushing violently</b>, of pigs, <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>2.332</span>; φύσαλοι αἰ. <span class="bibl">Id.<span class="title">H.</span>1.368</span>.</span>
|Definition=αἰθυκτῆρος, ὁ, [[rushing violently]], of pigs, Opp.''C.''2.332; φύσαλοι αἰ. Id.''H.''1.368.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''αἰθυκτήρ''': ῆρος, ὁ ὁρμῶν βιαίως διὰ μέσου τοῦ ἀέρος, ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, βελῶν κτλ. Ὀππ. Κ. 2. 332. Ἀνθ.
|dgtxt=-ῆρος, ὁ<br />[[que se lanza violentamente]] σύες Opp.<i>C</i>.2.332, ὄρυξ Opp.<i>C</i>.2.551, φύσαλοι Opp.<i>H</i>.1.368.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />impétueux, violent.<br />'''Étymologie:''' [[αἰθύσσω]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />[[impétueux]], [[violent]].<br />'''Étymologie:''' [[αἰθύσσω]].
}}
}}
{{DGE
{{pape
|dgtxt=-ῆρος, ὁ<br />[[que se lanza violentamente]] σύες Opp.<i>C</i>.2.332, ὄρυξ Opp.<i>C</i>.2.551, φύσαλοι Opp.<i>H</i>.1.368.
|ptext=ῆρος, ὁ, <i>[[auftürmend]], [[heftig]]</i>, δούνακες, [[Pfeile]], Leon.Tar. 12 (VI.296), wo cod. Pal. [[ἀντυκτῆρες]] hat; φύσαλοι Opp. <i>H</i>. 1.368; σύες <i>Cyn</i>. 2.332.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰθυκτήρ:''' ῆρος adj. стремительный (δούνακες Anth.).
}}
{{ls
|lstext='''αἰθυκτήρ''': ῆρος, ὁ ὁρμῶν βιαίως διὰ μέσου τοῦ ἀέρος, ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, βελῶν κτλ. Ὀππ. Κ. 2. 332. Ἀνθ.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰθυκτήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που ορμά αστραπιαία, βίαια διαμέσου του αέρα, λέγεται για άγρια θηρία ή βέλη, σε Ανθ.
|lsmtext='''αἰθυκτήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που ορμά αστραπιαία, βίαια διαμέσου του αέρα, λέγεται για άγρια θηρία ή βέλη, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[αἰθύσσω]]<br />one that darts [[swiftly]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰθυκτήρ Medium diacritics: αἰθυκτήρ Low diacritics: αιθυκτήρ Capitals: ΑΙΘΥΚΤΗΡ
Transliteration A: aithyktḗr Transliteration B: aithyktēr Transliteration C: aithyktir Beta Code: ai)qukth/r

English (LSJ)

αἰθυκτῆρος, ὁ, rushing violently, of pigs, Opp.C.2.332; φύσαλοι αἰ. Id.H.1.368.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
que se lanza violentamente σύες Opp.C.2.332, ὄρυξ Opp.C.2.551, φύσαλοι Opp.H.1.368.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
impétueux, violent.
Étymologie: αἰθύσσω.

German (Pape)

ῆρος, ὁ, auftürmend, heftig, δούνακες, Pfeile, Leon.Tar. 12 (VI.296), wo cod. Pal. ἀντυκτῆρες hat; φύσαλοι Opp. H. 1.368; σύες Cyn. 2.332.

Russian (Dvoretsky)

αἰθυκτήρ: ῆρος adj. стремительный (δούνακες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰθυκτήρ: ῆρος, ὁ ὁρμῶν βιαίως διὰ μέσου τοῦ ἀέρος, ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, βελῶν κτλ. Ὀππ. Κ. 2. 332. Ἀνθ.

Greek Monotonic

αἰθυκτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που ορμά αστραπιαία, βίαια διαμέσου του αέρα, λέγεται για άγρια θηρία ή βέλη, σε Ανθ.

Middle Liddell

[from αἰθύσσω
one that darts swiftly, Anth.