ἀλινδέω: Difference between revisions
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
(2) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=alindeo | |Transliteration C=alindeo | ||
|Beta Code=a)linde/w | |Beta Code=a)linde/w | ||
|Definition=later ἀλίνδω [ᾰ], (pres. only in Pass.): aor. | |Definition=later [[ἀλίνδω]] [ᾰ], (pres. only in Pass.): aor. ἤλῑσα (ἐξ-) Ar.''Nu.''32, and pf. ἤλῑκα (ἐξ-) ib.33 (the simple forms only in [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Suid.):—<br><span class="bld">A</span> [[make to roll]].<br><span class="bld">II</span> Pass., mostly in part., [[rolling in the dust]], like a horse, ἀλινδούμενος Plu.2.396e; ἀλινδόμενοι ψαμάθοισι Nic.''Th.''156; [[ἀλινδηθείς]] ib.204; [[ἠλινδημένος]] [[rolled over]], [[overturned]], Din.''Fr.''10; to [[be twirled]], Call.''Iamb.''1.113.<br><span class="bld">2</span> generally, [[roam about]], ἄλλην ἐξ ἄλλης εἰς χθόν' ἀλινδόμενος ''AP''7.736 (Leon.); <b class="b3">ἠλινδημένος ἐν αὐλαῖς σατραπικαῖς</b> [[having grovelled]], Plu.''Agis''3; [[frequent]], περὶ τήν Ἀκαδημίαν ἀ. Alciphr.3.14; of money-lenders, <b class="b3">οἱ περὶ τὰς ψήφους -ούμενοι</b> ib.1.26.<br><span class="bld">3</span> [[sensu obsceno|sens. obsc.]], μετά τινος Herod.5.30. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ἀλινδῶ]] :<br />[[faire rouler]].<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[εἰλέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλινδέω''': ἢ ἀλίνδω [ᾰ], (ὁ ἐνεστ. εὕρηται μόνο ἐν τῷ παθ.): ὁ ἀόρ. ἤλῑσα καὶ πρκμ. ἤλῑκα εὕρηνται μόνο ἐν συνθέτοις | |lstext='''ἀλινδέω''': ἢ ἀλίνδω [ᾰ], (ὁ ἐνεστ. εὕρηται μόνο ἐν τῷ παθ.): ὁ ἀόρ. ἤλῑσα καὶ πρκμ. ἤλῑκα εὕρηνται μόνο ἐν συνθέτοις μετὰ τῆς προ. ἐξ: (ὁ σχηματισμὸς τῶν χρόνων τούτων μετὰ ῑ ἀκριβῶς ὁμοιάζει πρὸς τὸν τύπον ἐκύλῑσα ἐκ τοῦ [[κυλινδέω]] ἢ [[κυλίνδω]]): - [[κυλίω]]. ΙΙ. παθητ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ., κυλιόμενος ἐν τῇ κόνει ὡς ὁ [[ἵππος]] (πρβλ. [[ἀλινδήθρα]]), ἀλινδούμενος, Πλούτ. 2. 396Ε· ἀλινδόμενοι ψαμάθοισι, Νικ. Θ. 156· ἀλινδηθείς, [[αὐτόθι]] 204· ἠλινδημένος, κυλισθείς, Δείναρχ. παρὰ Σουΐδ. 2) [[καθόλου]], παριπλανῶμαι, περιφέρομαι, [[ἄλλην]] ἐξ ἄλλης εἰς χθόν’ ἀλινδόμενος, Ἀνθ. Π. 7.736· οἳ περὶ τὴν Ἀκαδήμειαν ἀλινδοῦνται, Ἀλκίφρ. 3.14· πρβλ. 31· ἠλινδημένος ἐν αὐλαῖς σατραπικαῖς, κεκυλισμένος ἐν... κτλ. Πλουτ. Ἆγις 6. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλινδέω:''' ή [[ἀλίνδω]][ᾰ], κάνω [[κάτι]] να κυληθεί ([[αλλά]] Ενεργ. απαντάται μόνο σε συνθ. με το <i>ἐξ</i>)· Παθ., κυλιέμαι στη [[σκόνη]] (πρβλ. [[ἀλινδήθρα]])· μεταφ., περιφέρομαι, [[περιπλανώμαι]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀλινδέω:''' ή [[ἀλίνδω]][ᾰ], κάνω [[κάτι]] να κυληθεί ([[αλλά]] Ενεργ. απαντάται μόνο σε συνθ. με το <i>ἐξ</i>)· Παθ., κυλιέμαι στη [[σκόνη]] (πρβλ. [[ἀλινδήθρα]])· μεταφ., περιφέρομαι, [[περιπλανώμαι]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=ἀλίνδω<br />Grammatical information: v.<br />Meaning: [[make to roll]]; med. <b class="b2">roll (in the dust); roam</b> (Ar.).<br />Other forms: aor. [[ἤλισα]]<br />Derivatives: <b class="b3">ἄλινδον δρόμον ἁρμάτων</b> EM, H. - [[ἀλίνδησις]] [[rolling]] (in the dust, of athletes; Hp.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Formation like [[κυλινδέω]], [[κυλίνδω]], which are also close in meaning, but their relation is unknown. One connects the word with [[εἰλέω]], [[ἴλλω]] etc., comparing [[Ϝάλη]] (cod. [[ὑάλη]]) [[σκώληξ]] H. DELG assumes the root <b class="b2">*uel-</b> (Pok. 1140) which, lengthened with [[-d-]], is seen in OS [[wealtan]], OHG [[walzan]]. Taillardat, REA 58, 1956, 191 n. 3, reconstructs <b class="b2">*uol-n-ed-mi</b>, with anaptyictic [[-i-]]. The [[i-]]epenthesis is without parallel, and an old nasal-present is improbable. Rather the suffix [[-ind-]] is non-IE. In that case the root could still be IE. But Fur. 130 n. 59 compares [[καλινδέομαι]] <b class="b2">id.</b> as a variant with [[k-]]; there are several variants with k/zero among substr. words (the change [[κ]]/zero cannot be explained from an IE laryngeal). | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=to make to [[roll]] (but Act. only occurs in [[compos]]. with ἐξ):— Pass. to [[roll]] in the [[dust]] (cf. [[ἀλινδήθρα]]):— metaph. to [[roam]] [[about]], Anth. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ἀλινδέω''': [[ἀλίνδω]]<br />{alindéō}<br />'''Forms''': Aor. ἤλισα<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[wälzen]] (Ar., hell. und spät).<br />'''Derivative''': Dazu ἄλινδον· δρόμον ἁρμάτων ''EM'', H. — Verbalsubstantiva: [[ἀλίνδησις]] [[das Wälzen]] (im Staub, von Athleten; Hp., Ruf.), [[ἀλινδήθρα]] [[Wälzplatz]] (Ar., Phryn.).<br />'''Etymology''': ildung wie [[κυλινδέω]], [[κυλίνδω]]. Näherer Ausgangspunkt unbekannt, jedenfalls zu derselben Wortsippe wie [[εἰλέω]], [[ἴλλω]] usw. Zum Ablaut vgl. besonders ϝάλη (cod. [[ὑάλη]])· [[σκώληξ]] H. und [[ἅλυσις]].<br />'''Page''' 1,73 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:42, 16 March 2024
English (LSJ)
later ἀλίνδω [ᾰ], (pres. only in Pass.): aor. ἤλῑσα (ἐξ-) Ar.Nu.32, and pf. ἤλῑκα (ἐξ-) ib.33 (the simple forms only in Hsch., Suid.):—
A make to roll.
II Pass., mostly in part., rolling in the dust, like a horse, ἀλινδούμενος Plu.2.396e; ἀλινδόμενοι ψαμάθοισι Nic.Th.156; ἀλινδηθείς ib.204; ἠλινδημένος rolled over, overturned, Din.Fr.10; to be twirled, Call.Iamb.1.113.
2 generally, roam about, ἄλλην ἐξ ἄλλης εἰς χθόν' ἀλινδόμενος AP7.736 (Leon.); ἠλινδημένος ἐν αὐλαῖς σατραπικαῖς having grovelled, Plu.Agis3; frequent, περὶ τήν Ἀκαδημίαν ἀ. Alciphr.3.14; of money-lenders, οἱ περὶ τὰς ψήφους -ούμενοι ib.1.26.
3 sens. obsc., μετά τινος Herod.5.30.
French (Bailly abrégé)
ἀλινδῶ :
faire rouler.
Étymologie: DELG cf. εἰλέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλινδέω: ἢ ἀλίνδω [ᾰ], (ὁ ἐνεστ. εὕρηται μόνο ἐν τῷ παθ.): ὁ ἀόρ. ἤλῑσα καὶ πρκμ. ἤλῑκα εὕρηνται μόνο ἐν συνθέτοις μετὰ τῆς προ. ἐξ: (ὁ σχηματισμὸς τῶν χρόνων τούτων μετὰ ῑ ἀκριβῶς ὁμοιάζει πρὸς τὸν τύπον ἐκύλῑσα ἐκ τοῦ κυλινδέω ἢ κυλίνδω): - κυλίω. ΙΙ. παθητ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ., κυλιόμενος ἐν τῇ κόνει ὡς ὁ ἵππος (πρβλ. ἀλινδήθρα), ἀλινδούμενος, Πλούτ. 2. 396Ε· ἀλινδόμενοι ψαμάθοισι, Νικ. Θ. 156· ἀλινδηθείς, αὐτόθι 204· ἠλινδημένος, κυλισθείς, Δείναρχ. παρὰ Σουΐδ. 2) καθόλου, παριπλανῶμαι, περιφέρομαι, ἄλλην ἐξ ἄλλης εἰς χθόν’ ἀλινδόμενος, Ἀνθ. Π. 7.736· οἳ περὶ τὴν Ἀκαδήμειαν ἀλινδοῦνται, Ἀλκίφρ. 3.14· πρβλ. 31· ἠλινδημένος ἐν αὐλαῖς σατραπικαῖς, κεκυλισμένος ἐν... κτλ. Πλουτ. Ἆγις 6.
Greek Monotonic
ἀλινδέω: ή ἀλίνδω[ᾰ], κάνω κάτι να κυληθεί (αλλά Ενεργ. απαντάται μόνο σε συνθ. με το ἐξ)· Παθ., κυλιέμαι στη σκόνη (πρβλ. ἀλινδήθρα)· μεταφ., περιφέρομαι, περιπλανώμαι, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
ἀλίνδω
Grammatical information: v.
Meaning: make to roll; med. roll (in the dust); roam (Ar.).
Other forms: aor. ἤλισα
Derivatives: ἄλινδον δρόμον ἁρμάτων EM, H. - ἀλίνδησις rolling (in the dust, of athletes; Hp.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation like κυλινδέω, κυλίνδω, which are also close in meaning, but their relation is unknown. One connects the word with εἰλέω, ἴλλω etc., comparing Ϝάλη (cod. ὑάλη) σκώληξ H. DELG assumes the root *uel- (Pok. 1140) which, lengthened with -d-, is seen in OS wealtan, OHG walzan. Taillardat, REA 58, 1956, 191 n. 3, reconstructs *uol-n-ed-mi, with anaptyictic -i-. The i-epenthesis is without parallel, and an old nasal-present is improbable. Rather the suffix -ind- is non-IE. In that case the root could still be IE. But Fur. 130 n. 59 compares καλινδέομαι id. as a variant with k-; there are several variants with k/zero among substr. words (the change κ/zero cannot be explained from an IE laryngeal).
Middle Liddell
to make to roll (but Act. only occurs in compos. with ἐξ):— Pass. to roll in the dust (cf. ἀλινδήθρα):— metaph. to roam about, Anth.
Frisk Etymology German
ἀλινδέω: ἀλίνδω
{alindéō}
Forms: Aor. ἤλισα
Grammar: v.
Meaning: wälzen (Ar., hell. und spät).
Derivative: Dazu ἄλινδον· δρόμον ἁρμάτων EM, H. — Verbalsubstantiva: ἀλίνδησις das Wälzen (im Staub, von Athleten; Hp., Ruf.), ἀλινδήθρα Wälzplatz (Ar., Phryn.).
Etymology: ildung wie κυλινδέω, κυλίνδω. Näherer Ausgangspunkt unbekannt, jedenfalls zu derselben Wortsippe wie εἰλέω, ἴλλω usw. Zum Ablaut vgl. besonders ϝάλη (cod. ὑάλη)· σκώληξ H. und ἅλυσις.
Page 1,73