κάσας: Difference between revisions

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
(5)
(1ab)
 
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάσας:''' -ου ή [[κασᾶς]], -οῦ, ὁ, χαλί ή [[δέρμα]] για [[κάθισμα]], [[σέλα]], σε Ξεν. (πιθ. περσική [[λέξη]]).
|lsmtext='''κάσας:''' -ου ή [[κασᾶς]], -οῦ, ὁ, χαλί ή [[δέρμα]] για [[κάθισμα]], [[σέλα]], σε Ξεν. (πιθ. περσική [[λέξη]]).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κάσας]], ου,<br />a [[carpet]] or [[skin]] to sit [[upon]], a [[saddle]], Xen. [Prob. a Persian [[word]].]
}}
}}

Latest revision as of 23:50, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 1333] ὁ, nach Arcad. 24, 1 richtiger κασᾶς od. κασῆς geschrieben, der es τὸ πιλωτὸν ἱμάτιον erkl., wie Poll. 7, 68 (wo κάσσας aus Xen. citirt ist) ἀμφιτάπης καὶ πιλωτά, Pferdedecke, Schabracke, ἐφίππιοι Xen. Cyr. 8, 3, 6. 34 (Fremdwort. Nach Hesych. ist κάς das Fell, vgl. κάσσος, κασσύω).

Greek (Liddell-Scott)

κάσας: -ου, ὁ, φέρεται καὶ κασᾶς ἢ κασῆς, τάπης ἢ δορὰ διὰ κάθισμα, ἐφίππιον, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 6. Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει κάς, δορά, δέρμα· ἢ πιθαν. ἡ λέξις νὰ εἶναι συγγενὴς πρὸς τὸ κῶς, κῶας,―ἂν μὴ εἶναι Περσική).

Greek Monolingual

και κάσας και χασάς, ο (Α κασᾱς και κασῆς)
νεοελλ.
υποσαγμα, μάλλινο χοντρό ύφασμα που τοποθετείται κάτω από το σαμάρι ή τη σέλα τών ζώων
αρχ.
δέρμα που χρησιμεύει ως σάγμα ή υπόσαγμα υποζυγίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Δάνεια λ., ανατολ. μάλλον προελεύσεως, που πιθ. συνδέεται με εβρ. kәsūt και ακκαδ. kasū].

Greek Monotonic

κάσας: -ου ή κασᾶς, -οῦ, ὁ, χαλί ή δέρμα για κάθισμα, σέλα, σε Ξεν. (πιθ. περσική λέξη).

Middle Liddell

κάσας, ου,
a carpet or skin to sit upon, a saddle, Xen. [Prob. a Persian word.]