τυΐδε: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
(6)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και τυῑδε Α<br />(αιολ. και δωρ. τ. [[αντί]] [[τῇδε]])<br /><b>1.</b> εδώ, από εδώ<br /><b>2.</b> (με ρ. κίνησης) [[προς]] τα εδώ («τυῑδ' ἐλθέ», Σαπφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τυΐ</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δε</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐνθά</i>-<i>δε</i>)].
|mltxt=και τυῑδε Α<br />(αιολ. και δωρ. τ. [[αντί]] [[τῇδε]])<br /><b>1.</b> εδώ, από εδώ<br /><b>2.</b> (με ρ. κίνησης) [[προς]] τα εδώ («τυῖδ' ἐλθέ», Σαπφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τυΐ</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δε</i> ([[πρβλ]]. [[ἐνθάδε]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τυΐδε:''' [ῐ] ή [[τυῖδε]],<br /><b class="num">1.</b> Δωρ. αντί [[τῇδε]], εδώ, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> αντί [[δεῦρο]], με ρήματα κίνησης, στον ίδ.
|lsmtext='''τυΐδε:''' [ῐ] ή [[τυῖδε]],<br /><b class="num">1.</b> Δωρ. αντί [[τῇδε]], εδώ, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> αντί [[δεῦρο]], με ρήματα κίνησης, στον ίδ.
}}
{{pape
|ptext=dor. und äol. statt [[τῇδε]].
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Greek (Liddell-Scott)

τυΐδε: [ῐ] ἢ τυῖδε, Δωρ. ἀντὶ τοῦ τῇδε, ἐνταῦθα, Θεόκρ. 5. 30, ἐκ διορθώσεως τοῦ Valck. 2) ἀντὶ δεῦρο, μετὰ ῥημάτων κινήσεως, τυῖδ’ ἐλθέ, ἐλθὲ δεῦρο, «ἔλα ἐδῶ», Σαπφὼ 1. 5, πρβλ. Θεόκρ. 28. 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 4727. ― τυῖ κατὰ τὸν Ἡσύχ. εἶναι Κρητικὸν = ὧδε, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 298.

Greek Monolingual

και τυῑδε Α
(αιολ. και δωρ. τ. αντί τῇδε)
1. εδώ, από εδώ
2. (με ρ. κίνησης) προς τα εδώ («τυῖδ' ἐλθέ», Σαπφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυΐ + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. ἐνθάδε)].

Greek Monotonic

τυΐδε: [ῐ] ή τυῖδε,
1. Δωρ. αντί τῇδε, εδώ, σε Θεόκρ.
2. αντί δεῦρο, με ρήματα κίνησης, στον ίδ.

German (Pape)

dor. und äol. statt τῇδε.