πάγγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
(5)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui parle toutes les langues.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[γλῶσσα]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui parle toutes les langues]].<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[γλῶσσα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πάγγλωσσος:''' ή -ττος, -ον, αυτός που μιλάει όλες τις γλώσσες.
|lsmtext='''πάγγλωσσος:''' ή -ττος, -ον, αυτός που μιλάει όλες τις γλώσσες.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πάγ-γλωσσος, ορ -ττος, ον,<br />[[speaking]] all tongues.
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 8 January 2023

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle toutes les langues.
Étymologie: πᾶς, γλῶσσα.

Greek Monolingual

πάγγλωσσος, -ον (ΑΜ, Μ και πάγγλωττος, -ον)
αυτός που μιλά όλες τις γλώσσες («πάγλωσσον γένος», επιγρ.)
μσν.
(για τόπο) αυτός στον οποίο μιλιούνται όλες οι γλώσσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -γλωσσος (< γλώσσα), με αφομοιωτική τροπή του -ν- σε -γ-].

Greek Monotonic

πάγγλωσσος: ή -ττος, -ον, αυτός που μιλάει όλες τις γλώσσες.

Middle Liddell

πάγ-γλωσσος, ορ -ττος, ον,
speaking all tongues.