μετακλίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
(5)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)" to "$3$1$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{elru
|elrutext='''μετακλίνομαι:''' (ῑ) склоняться в другую сторону: πολέμοιο μετακλινθέντος Hom. при неблагоприятном обороте битвы.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετακλίνομαι''': [ῑ], παθ., κλίνομαι πρὸς τὸ [[ἄλλο]] [[μέρος]], πολέμοιο μετεκλινθέντος Ἰλ. Λ. 509· μεταβάλλομαι, κλίνομαι πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασ., Φίλων 1. 299.
|lstext='''μετακλίνομαι''': [ῑ], παθ., κλίνομαι πρὸς τὸ [[ἄλλο]] [[μέρος]], πολέμοιο μετεκλινθέντος Ἰλ. Λ. 509· μεταβάλλομαι, κλίνομαι πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασ., Φίλων 1. 299.
Line 4: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετακλίνομαι:''' [ῑ], αόρ. αʹ <i>μετ-εκλίνθην</i>, Παθ., μετακινούμαι προς την [[άλλη]] [[παράταξη]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''μετακλίνομαι:''' [ῑ], αόρ. αʹ <i>μετ-εκλίνθην</i>, Παθ., μετακινούμαι προς την [[άλλη]] [[παράταξη]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor1 μετ-εκλίνθην<br />Pass. to [[shift]] to the [[other]] [[side]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 18:12, 6 October 2022

Russian (Dvoretsky)

μετακλίνομαι: (ῑ) склоняться в другую сторону: πολέμοιο μετακλινθέντος Hom. при неблагоприятном обороте битвы.

Greek (Liddell-Scott)

μετακλίνομαι: [ῑ], παθ., κλίνομαι πρὸς τὸ ἄλλο μέρος, πολέμοιο μετεκλινθέντος Ἰλ. Λ. 509· μεταβάλλομαι, κλίνομαι πρὸς τὰ ὀπίσω, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασ., Φίλων 1. 299.

Greek Monotonic

μετακλίνομαι: [ῑ], αόρ. αʹ μετ-εκλίνθην, Παθ., μετακινούμαι προς την άλλη παράταξη, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

aor1 μετ-εκλίνθην
Pass. to shift to the other side, Il.