κλώμαξ: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source
(5)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1458.png Seite 1458]] ακος, ὁ (vgl. [[κρώμαξ]]), ein Steinhaufen, ein<b class="b2"> Felsen</b>, κλώμακες ἀηδόνων, die Felsen der Sirenen, Lycophr. 653; vgl. glomus, globus, Klump, Buttmann Lexil. II p. 159.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1458.png Seite 1458]] ακος, ὁ (vgl. [[κρώμαξ]]), ein Steinhaufen, ein [[Felsen]], κλώμακες ἀηδόνων, die Felsen der Sirenen, Lycophr. 653; vgl. glomus, globus, Klump, Buttmann Lexil. II p. 159.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλώμαξ]] και [[κρώμαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />[[σωρός]] λίθων ή [[πετρώδης]] [[τόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Σχηματισμός σε -<i>αξ</i> [[κατά]] τα <i>λίθ</i>-<i>αξ</i>, <i>βῶλ</i>-<i>αξ</i>. Το θ. <i>κλω</i>-<i>μ</i>- πιθ. από κάποιο αμάρτυρο ρηματ. παρ. <i>κλῶ</i>-<i>μος</i> («[[ρωγμή]]»;) <span style="color: red;"><</span> [[κλάω]] / -<i>ῶ</i> «[[σπάζω]]», τ. που προϋποθέτει τη σπάνια [[μετάπτωση]] του -<i>ω</i>- ως εκτεταμένης-ετεροιωμένης βαθμίδας του -<i>α</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἄγ</i>-<i>ω</i>: <i>ἀγ</i>-<i>ωγ</i>-<i>ή</i>). Ο παρλλ. τ. [[κρῶμαξ]] με -<i>ρ</i>- πιθ. κατ' [[επίδραση]] του [[κρημνός]].
|mltxt=[[κλώμαξ]] και [[κρώμαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />[[σωρός]] λίθων ή [[πετρώδης]] [[τόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Σχηματισμός σε -<i>αξ</i> [[κατά]] τα <i>λίθ</i>-<i>αξ</i>, <i>βῶλ</i>-<i>αξ</i>. Το θ. <i>κλω</i>-<i>μ</i>- πιθ. από κάποιο αμάρτυρο ρηματ. παρ. <i>κλῶ</i>-<i>μος</i> («[[ρωγμή]]»;) <span style="color: red;"><</span> [[κλάω]] / -<i>ῶ</i> «[[σπάζω]]», τ. που προϋποθέτει τη σπάνια [[μετάπτωση]] του -<i>ω</i>- ως εκτεταμένης-ετεροιωμένης βαθμίδας του -<i>α</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἄγ</i>-<i>ω</i>: <i>ἀγ</i>-<i>ωγ</i>-<i>ή</i>). Ο παρλλ. τ. [[κρῶμαξ]] με -<i>ρ</i>- πιθ. κατ' [[επίδραση]] του [[κρημνός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλώμαξ:''' -ᾰκος, ὁ, [[σωρός]] από πέτρες (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''κλώμαξ:''' -ᾰκος, ὁ, [[σωρός]] από πέτρες (άγν. προέλ.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κλώμαξ]], ακος,<br />a [[heap]] of stones, [deriv. uncertain]
}}
}}

Latest revision as of 13:35, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1458] ακος, ὁ (vgl. κρώμαξ), ein Steinhaufen, ein Felsen, κλώμακες ἀηδόνων, die Felsen der Sirenen, Lycophr. 653; vgl. glomus, globus, Klump, Buttmann Lexil. II p. 159.

Greek (Liddell-Scott)

κλώμαξ: -ᾰκος, ὁ, σωρὸς λίθων, πετρώδης τόπος, Λυκόφρ. 653· κρώμαξ, Ἡσύχ., Δράκων.

Greek Monolingual

κλώμαξ και κρώμαξ, -ακος, ὁ (Α)
σωρός λίθων ή πετρώδης τόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σχηματισμός σε -αξ κατά τα λίθ-αξ, βῶλ-αξ. Το θ. κλω-μ- πιθ. από κάποιο αμάρτυρο ρηματ. παρ. κλῶ-μοςρωγμή»;) < κλάω / - «σπάζω», τ. που προϋποθέτει τη σπάνια μετάπτωση του -ω- ως εκτεταμένης-ετεροιωμένης βαθμίδας του -α- (πρβλ. ἄγ-ω: ἀγ-ωγ-ή). Ο παρλλ. τ. κρῶμαξ με -ρ- πιθ. κατ' επίδραση του κρημνός.

Greek Monotonic

κλώμαξ: -ᾰκος, ὁ, σωρός από πέτρες (άγν. προέλ.).

Middle Liddell

κλώμαξ, ακος,
a heap of stones, [deriv. uncertain]