συνεγγισμός: Difference between revisions
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syneggismos | |Transliteration C=syneggismos | ||
|Beta Code=suneggismo/s | |Beta Code=suneggismo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[approach]], [[nearness]], of constellations, Str.3.5.9, Ptol.''Geog.''1.13.1, etc.; τῆς ἀποτέξεως Sor.1.66; πρὸς τὴν ἀρετήν Arr.''Epict.''1.4.8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1009.png Seite 1009]] ὁ, Annäherung; Strab. 3, 5, 9; | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1009.png Seite 1009]] ὁ, Annäherung; Strab. 3, 5, 9; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[ἀπόστασις]], S. Emp. pyrrh. 3, 66. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[action de se rapprocher tout à fait]].<br />'''Étymologie:''' [[συνεγγίζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεγγισμός:''' ὁ [[приближение]], [[сближение]] (πρός τινα Sext.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεγγισμός''': ὁ, τὸ συνεγγίζειν, πλησιάζειν [[ὁμοῦ]], ἐπὶ ἀστερισμῶν, Στράβ. 174, Πτολ., κλπ.· τῆς ἀποτέξεως Σωραν. περὶ Γυναικ. Παθ. σ. 78 πρὸς τὴν ἀρετὴν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 4, 8. | |lstext='''συνεγγισμός''': ὁ, τὸ συνεγγίζειν, πλησιάζειν [[ὁμοῦ]], ἐπὶ ἀστερισμῶν, Στράβ. 174, Πτολ., κλπ.· τῆς ἀποτέξεως Σωραν. περὶ Γυναικ. Παθ. σ. 78 πρὸς τὴν ἀρετὴν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 4, 8. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεγγισμός:''' ὁ, [[πλησίασμα]] από κοινού, αμοιβαία [[προσέγγιση]], [[σύγκλιση]], λέγεται για αστερισμούς, σε Στράβ. | |lsmtext='''συνεγγισμός:''' ὁ, [[πλησίασμα]] από κοινού, αμοιβαία [[προσέγγιση]], [[σύγκλιση]], λέγεται για αστερισμούς, σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[συνεγγισμός]], οῦ, ὁ, [from [[συνεγγίζω]]<br />a [[drawing]] near [[together]], of constellations, Strab. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:06, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, approach, nearness, of constellations, Str.3.5.9, Ptol.Geog.1.13.1, etc.; τῆς ἀποτέξεως Sor.1.66; πρὸς τὴν ἀρετήν Arr.Epict.1.4.8.
German (Pape)
[Seite 1009] ὁ, Annäherung; Strab. 3, 5, 9; Gegensatz ἀπόστασις, S. Emp. pyrrh. 3, 66.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de se rapprocher tout à fait.
Étymologie: συνεγγίζω.
Russian (Dvoretsky)
συνεγγισμός: ὁ приближение, сближение (πρός τινα Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεγγισμός: ὁ, τὸ συνεγγίζειν, πλησιάζειν ὁμοῦ, ἐπὶ ἀστερισμῶν, Στράβ. 174, Πτολ., κλπ.· τῆς ἀποτέξεως Σωραν. περὶ Γυναικ. Παθ. σ. 78 πρὸς τὴν ἀρετὴν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 4, 8.
Greek Monolingual
ὁ, Α συνεγγίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνεγγίζω.
Greek Monotonic
συνεγγισμός: ὁ, πλησίασμα από κοινού, αμοιβαία προσέγγιση, σύγκλιση, λέγεται για αστερισμούς, σε Στράβ.
Middle Liddell
συνεγγισμός, οῦ, ὁ, [from συνεγγίζω
a drawing near together, of constellations, Strab.