δείδια: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(3)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=deidia
|Transliteration C=deidia
|Beta Code=dei/dia
|Beta Code=dei/dia
|Definition=δείδιμεν and δειδέμεν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[δείδω]].</span>
|Definition=δείδιμεν and δειδέμεν, v. [[δείδω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[δείδω]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0535.png Seite 535]] u. δείδοικα, p. = [[δέδια]], s. [[δείδω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0535.png Seite 535]] u. δείδοικα, p. = [[δέδια]], s. [[δείδω]].
}}
{{ls
|lstext='''δείδια''': δείδιμεν καὶ δειδέμεν ,ἴδε ἐν λ. δείδω.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>épq. c.</i> [[δέδια]].
|btext=<i>épq. c.</i> [[δέδια]].
}}
{{elnl
|elnltext=δείδια, δείδιθι, δείδιμεν perf. -vormen van*δίω.
}}
{{elru
|elrutext='''δείδια:''' эп. = [[δέδια]].
}}
{{ls
|lstext='''δείδια''': δείδιμεν καὶ δειδέμεν,ἴδε ἐν λ. δείδω.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[δείδω]].
|auten=see [[δείδω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[δείδω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δείδια:''' Επικ. αντί [[δέδια]], παρακ. του [[δείδω]]· αʹ πληθ. [[δείδιμεν]]· Επικ. απαρ. δειδέμεν (με διαφορετική [[προφορά]]).
|lsmtext='''δείδια:''' Επικ. αντί [[δέδια]], παρακ. του [[δείδω]]· αʹ πληθ. [[δείδιμεν]]· Επικ. απαρ. δειδέμεν (με διαφορετική [[προφορά]]).
}}
}}

Latest revision as of 09:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δείδια Medium diacritics: δείδια Low diacritics: δείδια Capitals: ΔΕΙΔΙΑ
Transliteration A: deídia Transliteration B: deidia Transliteration C: deidia Beta Code: dei/dia

English (LSJ)

δείδιμεν and δειδέμεν, v. δείδω.

Spanish (DGE)

v. δείδω.

German (Pape)

[Seite 535] u. δείδοικα, p. = δέδια, s. δείδω.

French (Bailly abrégé)

épq. c. δέδια.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δείδια, δείδιθι, δείδιμεν perf. -vormen van*δίω.

Russian (Dvoretsky)

δείδια: эп. = δέδια.

Greek (Liddell-Scott)

δείδια: δείδιμεν καὶ δειδέμεν,ἴδε ἐν λ. δείδω.

English (Autenrieth)

see δείδω.

Greek Monotonic

δείδια: Επικ. αντί δέδια, παρακ. του δείδω· αʹ πληθ. δείδιμεν· Επικ. απαρ. δειδέμεν (με διαφορετική προφορά).