διαδρηστεύω: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diadristeyo | |Transliteration C=diadristeyo | ||
|Beta Code=diadrhsteu/w | |Beta Code=diadrhsteu/w | ||
|Definition=or διαδρηπετεύω, | |Definition=or [[διαδρηπετεύω]], [[run off]], [[go over to]], suggested emendations for [[διεπρήστευσε]] in [[Herodotus|Hdt.]]4.79. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0577.png Seite 577]] = [[διαδιδράσκω]], hat man Her. 4, 79 für [[διαπρηστεύω]] emendirt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0577.png Seite 577]] = [[διαδιδράσκω]], hat man Her. 4, 79 für [[διαπρηστεύω]] emendirt. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[s'enfuir]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δρήστης]], ion. c. [[δράστης]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαδρηστεύω:''' [[убегать]], [[удирать]] (Her. - [[varia lectio|v.l.]] к *[[διαπρηστεύω]]). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαδρηστεύω''': ἢ διαδρηπετεύω, [[φεύγω]], [[ἀπέρχομαι]] εἰς τὸ ἕτερον [[μέρος]], αὐτομολῶ· [[λέξις]] προταθεῖσα πρὸς διόρθωσιν τοῦ ἀδιανοήτου καὶ ἀνυπάρκτου διεπρήστευσε ἐν Ἡροδ. 5. 79· πρβλ. [[δραπετεύω]]. | |lstext='''διαδρηστεύω''': ἢ διαδρηπετεύω, [[φεύγω]], [[ἀπέρχομαι]] εἰς τὸ ἕτερον [[μέρος]], αὐτομολῶ· [[λέξις]] προταθεῖσα πρὸς διόρθωσιν τοῦ ἀδιανοήτου καὶ ἀνυπάρκτου διεπρήστευσε ἐν Ἡροδ. 5. 79· πρβλ. [[δραπετεύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαδρηστεύω ή διαδρηπετεύω:''' τρέπομαι σε [[φυγή]], [[δραπετεύω]], [[αυτομολώ]], σε Ηρόδ.· [[διόρθωση]] για το <i>δι-επρήστευσε</i>, το οποίο δεν έχει [[νόημα]]. | |lsmtext='''διαδρηστεύω ή διαδρηπετεύω:''' τρέπομαι σε [[φυγή]], [[δραπετεύω]], [[αυτομολώ]], σε Ηρόδ.· [[διόρθωση]] για το <i>δι-επρήστευσε</i>, το οποίο δεν έχει [[νόημα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:07, 4 September 2023
English (LSJ)
or διαδρηπετεύω, run off, go over to, suggested emendations for διεπρήστευσε in Hdt.4.79.
German (Pape)
[Seite 577] = διαδιδράσκω, hat man Her. 4, 79 für διαπρηστεύω emendirt.
French (Bailly abrégé)
s'enfuir.
Étymologie: διά, δρήστης, ion. c. δράστης.
Russian (Dvoretsky)
διαδρηστεύω: убегать, удирать (Her. - v.l. к *διαπρηστεύω).
Greek (Liddell-Scott)
διαδρηστεύω: ἢ διαδρηπετεύω, φεύγω, ἀπέρχομαι εἰς τὸ ἕτερον μέρος, αὐτομολῶ· λέξις προταθεῖσα πρὸς διόρθωσιν τοῦ ἀδιανοήτου καὶ ἀνυπάρκτου διεπρήστευσε ἐν Ἡροδ. 5. 79· πρβλ. δραπετεύω.
Greek Monotonic
διαδρηστεύω ή διαδρηπετεύω: τρέπομαι σε φυγή, δραπετεύω, αυτομολώ, σε Ηρόδ.· διόρθωση για το δι-επρήστευσε, το οποίο δεν έχει νόημα.