ἐγκυλίνδω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150
(4)
mNo edit summary
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=egkylindo
|Transliteration C=egkylindo
|Beta Code=e)gkuli/ndw
|Beta Code=e)gkuli/ndw
|Definition=(ἐγκυλῑω <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.75</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>914a22</span>, <span class="bibl">Vett.Val.118.15</span>, etc.), fut. -<b class="b3">κυλίσω [ῑ</b>]:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">roll</b> or <b class="b2">wrap up in</b>, πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασιν <span class="bibl">Pherecr.146.2</span>; <b class="b3">τι ἐς ἔριον</b> Hp.l.c. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph. in Pass., <b class="b2">to be involved in</b>, εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθείς <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.2.22</span>, cf. Vett. Val. l.c.; εἰς τὰς πολιτικὰς πράξεις <span class="bibl">D.H.11.36</span>; ἐν κακοῖς <span class="bibl">Porph.<span class="title">Chr.</span> 26</span>; πράγμασι <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>7.208:—in aor. Med., ἐγκυλίσασθαι <span class="bibl">Luc. <span class="title">Hipp.</span>6</span>.</span>
|Definition=([[ἐγκυλίω]] Hp.''Mul.''1.75, Arist.''Pr.''914a22, Vett.Val.118.15, etc.), fut. ἐγκυλίσω [ῑ]:—<br><span class="bld">A</span> [[roll up in]] or [[wrap up in]], [[wrap]], [[envelop]], [[involve]], πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασιν Pherecr.146.2; <b class="b3">τι ἐς ἔριον</b> Hp.l.c.<br><span class="bld">II</span> metaph. in Pass., [[ἐγκυλίνδομαι]] to [[be involved in]], [[wrap oneself]], [[be involved]], [[be implicated]], εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθείς [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.2.22, cf. Vett. Val. [[l.c.]]; εἰς τὰς πολιτικὰς πράξεις D.H.11.36; ἐν κακοῖς Porph.''Chr.'' 26; πράγμασι ''Cat.Cod.Astr.''7.208:—in aor. Med., ἐγκυλίσασθαι Luc. ''Hipp.''6.
}}
{{bailly
|btext=[[rouler dans]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κυλίνδω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκῠλίνδω''': μέλλ. -κυλίσω ῑ: ― [[περιτυλίσσω]], [[ἐντυλίσσω]], [[περιβάλλω]], πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασιν Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 7· Παθ. ἐγκυλίομαι Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 31. ΙΙ. μεταφ. ἐν τῷ παθ., περιπλέκομαι εἴς τι, εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθεὶς Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 22· εἰς τὰς πολιτικὰς πράξεις Διον. Ἁλ. 11. 36: οὕτω καὶ κατὰ μεσ. ἀόρ., ἐγκυλίσασθαι Λουκ. Ἱππ. ἢ Βαλαν. 6.
|lstext='''ἐγκῠλίνδω''': μέλλ. -κυλίσω ῑ: ― [[περιτυλίσσω]], [[ἐντυλίσσω]], [[περιβάλλω]], πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασιν Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 7· Παθ. ἐγκυλίομαι Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 31. ΙΙ. μεταφ. ἐν τῷ παθ., περιπλέκομαι εἴς τι, εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθεὶς Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 22· εἰς τὰς πολιτικὰς πράξεις Διον. Ἁλ. 11. 36: οὕτω καὶ κατὰ μεσ. ἀόρ., ἐγκυλίσασθαι Λουκ. Ἱππ. ἢ Βαλαν. 6.
}}
{{bailly
|btext=rouler dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κυλίνδω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκῠλίνδω:''' μέλ. -[[κυλίσω]] [ῑ], [[περιτυλίγω]], [[περιβάλλω]]· μεταφ. στην Παθ., μπλεγμένος, αναμεμειγμένος, μπερδεμένος, <i>εἴς τι</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐγκῠλίνδω:''' μέλ. -[[κυλίσω]] [ῑ], [[περιτυλίγω]], [[περιβάλλω]]· μεταφ. στην Παθ., μπλεγμένος, αναμεμειγμένος, μπερδεμένος, <i>εἴς τι</i>, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[κυλίσω]]<br />to [[roll]] up in: metaph. in Pass. to be [[involved]] in, εἴς τι Xen.
}}
}}

Latest revision as of 09:31, 21 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκῠλίνδω Medium diacritics: ἐγκυλίνδω Low diacritics: εγκυλίνδω Capitals: ΕΓΚΥΛΙΝΔΩ
Transliteration A: enkylíndō Transliteration B: enkylindō Transliteration C: egkylindo Beta Code: e)gkuli/ndw

English (LSJ)

(ἐγκυλίω Hp.Mul.1.75, Arist.Pr.914a22, Vett.Val.118.15, etc.), fut. ἐγκυλίσω [ῑ]:—
A roll up in or wrap up in, wrap, envelop, involve, πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασιν Pherecr.146.2; τι ἐς ἔριον Hp.l.c.
II metaph. in Pass., ἐγκυλίνδομαι to be involved in, wrap oneself, be involved, be implicated, εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθείς X.Mem.1.2.22, cf. Vett. Val. l.c.; εἰς τὰς πολιτικὰς πράξεις D.H.11.36; ἐν κακοῖς Porph.Chr. 26; πράγμασι Cat.Cod.Astr.7.208:—in aor. Med., ἐγκυλίσασθαι Luc. Hipp.6.

French (Bailly abrégé)

rouler dans.
Étymologie: ἐν, κυλίνδω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκῠλίνδω: μέλλ. -κυλίσω ῑ: ― περιτυλίσσω, ἐντυλίσσω, περιβάλλω, πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασιν Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 7· Παθ. ἐγκυλίομαι Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 31. ΙΙ. μεταφ. ἐν τῷ παθ., περιπλέκομαι εἴς τι, εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθεὶς Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 22· εἰς τὰς πολιτικὰς πράξεις Διον. Ἁλ. 11. 36: οὕτω καὶ κατὰ μεσ. ἀόρ., ἐγκυλίσασθαι Λουκ. Ἱππ. ἢ Βαλαν. 6.

Greek Monolingual

ἐγκυλίνδω και ἐγκυλίω (Α)
1. περιτυλίσσω
2. μέσ. κυλιέμαι μέσα σε κάτι
3. παθ. παρασύρομαι, περιπλέκομαι.

Greek Monotonic

ἐγκῠλίνδω: μέλ. -κυλίσω [ῑ], περιτυλίγω, περιβάλλω· μεταφ. στην Παθ., μπλεγμένος, αναμεμειγμένος, μπερδεμένος, εἴς τι, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. -κυλίσω
to roll up in: metaph. in Pass. to be involved in, εἴς τι Xen.