ἐπιάλλομαι: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epiallomai | |Transliteration C=epiallomai | ||
|Beta Code=e)pia/llomai | |Beta Code=e)pia/llomai | ||
|Definition=Ep. for | |Definition=Ep. for [[ἐφάλλομαι]], aor. 2 part. ἐπιάλμενος Il.7.15, Od.24.320. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιάλλομαι:''' Επικ. αντί <i>ἐφ-[[άλλομαι]]</i>, για το οποίο ο Όμηρ. χρησιμοποιεί τη μτχ. Επικ. αορ. | |lsmtext='''ἐπιάλλομαι:''' Επικ. αντί <i>ἐφ-[[άλλομαι]]</i>, για το οποίο ο Όμηρ. χρησιμοποιεί τη μτχ. Επικ. αορ. βʹ [[ἐπιάλμενος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:55, 25 August 2023
English (LSJ)
Ep. for ἐφάλλομαι, aor. 2 part. ἐπιάλμενος Il.7.15, Od.24.320.
German (Pape)
[Seite 927] nur ἐπιάλμενος, als aor. II. zu ἐφάλλομαι (w. m. s.), Il. 7, 15 Od. 24, 320.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιάλλομαι: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἐφάλλομαι, οὗ ὁ Ὅμηρος ἔχει μετοχ. ἀορ. β´ συγκεκομμένης ἐπιάλμενος, ἀντὶ ἐφαλόμενος, ἵππων ἐπιάλμενον ὠκειάων Ἰλ. Η. 15, Ὀδ. Ω. 320, Ησύχ.
Greek Monolingual
ἐπιάλλομαι (Α)
επικ. τ. του ἐφάλλομαι.
Greek Monotonic
ἐπιάλλομαι: Επικ. αντί ἐφ-άλλομαι, για το οποίο ο Όμηρ. χρησιμοποιεί τη μτχ. Επικ. αορ. βʹ ἐπιάλμενος.