μινυρός: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=μῐνυρός
|Full diacritics=μῐνῠρός
|Medium diacritics=μινυρός
|Medium diacritics=μινυρός
|Low diacritics=μινυρός
|Low diacritics=μινυρός
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=minyros
|Transliteration C=minyros
|Beta Code=minuro/s
|Beta Code=minuro/s
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ά, όν</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">complaining in a low tone, whining, whimpering</b>, μ. ὑπερσοφιστής <span class="bibl">Phryn.Com.69</span>; of young birds, <b class="b2">twittering, chirping</b>, <span class="bibl">Theoc.13.12</span>; <b class="b3">μινυρὰ θρέεσθαι</b>, = [[μινυρίζειν]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1165</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[μικρός]], Hsch.</span>
|Definition=[ῠ], μινυρά, μινυρόν,<br><span class="bld">A</span> [[complaining in a low tone]], [[whining]], [[whimpering]], μ. [[ὑπερσοφιστής]] Phryn.Com.69; of young [[bird]]s, [[twittering]], [[chirping]], Theoc.13.12; [[μινυρὰ θρέεσθαι]], = [[μινυρίζειν]], A.Ag.1165 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> = [[μικρός]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0188.png Seite 188]] (vgl. [[κινυρός]]), wimmernd, winselnd, übh. von jedem leisen, schwachen Tone; μινυρὰ θρεομένας, Aesch. Ag. 1137; ὀρτάλιχοι μινυροί, Theocr. 13, 12; den Lampros nennt Phryn. bei Ath. II, 44 d μινυρὸς [[ὑπερσοφιστής]], neben andern Bezeichnungen eines schlechten Dichters.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0188.png Seite 188]] (vgl. [[κινυρός]]), wimmernd, winselnd, übh. von jedem leisen, schwachen Tone; μινυρὰ θρεομένας, Aesch. Ag. 1137; ὀρτάλιχοι μινυροί, Theocr. 13, 12; den Lampros nennt Phryn. bei Ath. II, 44 d μινυρὸς [[ὑπερσοφιστής]], neben andern Bezeichnungen eines schlechten Dichters.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />[[qui murmure d'une voix plaintive]], [[qui gémit doucement]].<br />'''Étymologie:''' [[μινύθω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῐνῠρός:'''<br /><b class="num">1</b> [[издающий писк или пискливый]] (ὀρτάλιχοι Theocr.);<br /><b class="num">2</b> [[жалобный]]: μινυρὰ θρέεσθαι Aesch. жалобно стонать.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῐνῠρός''': -ά, -όν, ὁ χαμηλοφώνως παραπονούμενος, ὁ λεπτῇ φωνῇ θρηνῶν, μ. ὑπερσοφιστὴς Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1· ἐπὶ μικρῶν πτηνῶν, Θεόκρ. 13. 12· μινυρὰ θρέεσθαι = μινυρίζειν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1165· πρβλ. [[κινυρός]]. (Ἴδε ἐν λέξ. [[μινύθω]]).
|lstext='''μῐνῠρός''': -ά, -όν, ὁ χαμηλοφώνως παραπονούμενος, ὁ λεπτῇ φωνῇ θρηνῶν, μ. ὑπερσοφιστὴς Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1· ἐπὶ μικρῶν πτηνῶν, Θεόκρ. 13. 12· μινυρὰ θρέεσθαι = μινυρίζειν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1165· πρβλ. [[κινυρός]]. (Ἴδε ἐν λέξ. [[μινύθω]]).
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />qui murmure d’une voix plaintive, qui gémit doucement.<br />'''Étymologie:''' [[μινύθω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῐνῠρός:''' -ά, -όν, αυτός που παραπονιέται χαμηλόφωνα, που μουρμουρίζει, κλαψουρίζει, σε Θεόκρ.· <i>μινυρὰ θρέεσθαι = μινυρίζειν</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''μῐνῠρός:''' -ά, -όν, αυτός που παραπονιέται χαμηλόφωνα, που μουρμουρίζει, κλαψουρίζει, σε Θεόκρ.· <i>μινυρὰ θρέεσθαι = μινυρίζειν</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῐνῠρός, ή, όν<br />[[complaining]] in a [[low]] [[tone]], [[whining]], [[whimpering]], Theocr.; μινυρὰ θρέεσθαι = μινυρίζειν, Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 09:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐνῠρός Medium diacritics: μινυρός Low diacritics: μινυρός Capitals: ΜΙΝΥΡΟΣ
Transliteration A: minyrós Transliteration B: minyros Transliteration C: minyros Beta Code: minuro/s

English (LSJ)

[ῠ], μινυρά, μινυρόν,
A complaining in a low tone, whining, whimpering, μ. ὑπερσοφιστής Phryn.Com.69; of young birds, twittering, chirping, Theoc.13.12; μινυρὰ θρέεσθαι, = μινυρίζειν, A.Ag.1165 (lyr.).
II = μικρός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 188] (vgl. κινυρός), wimmernd, winselnd, übh. von jedem leisen, schwachen Tone; μινυρὰ θρεομένας, Aesch. Ag. 1137; ὀρτάλιχοι μινυροί, Theocr. 13, 12; den Lampros nennt Phryn. bei Ath. II, 44 d μινυρὸς ὑπερσοφιστής, neben andern Bezeichnungen eines schlechten Dichters.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
qui murmure d'une voix plaintive, qui gémit doucement.
Étymologie: μινύθω.

Russian (Dvoretsky)

μῐνῠρός:
1 издающий писк или пискливый (ὀρτάλιχοι Theocr.);
2 жалобный: μινυρὰ θρέεσθαι Aesch. жалобно стонать.

Greek (Liddell-Scott)

μῐνῠρός: -ά, -όν, ὁ χαμηλοφώνως παραπονούμενος, ὁ λεπτῇ φωνῇ θρηνῶν, μ. ὑπερσοφιστὴς Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1· ἐπὶ μικρῶν πτηνῶν, Θεόκρ. 13. 12· μινυρὰ θρέεσθαι = μινυρίζειν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1165· πρβλ. κινυρός. (Ἴδε ἐν λέξ. μινύθω).

Greek Monolingual

μινυρός, -ά, -όν (Α)
1. αυτός που θρηνεί ή τραγουδά με λεπτή και αδύναμη φωνή
2. (για τους νεοσσούς τών πτηνών) αυτός που τερετίζει
3. (κατά τον Ησύχ.) «μικρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μινυρίζω.

Greek Monotonic

μῐνῠρός: -ά, -όν, αυτός που παραπονιέται χαμηλόφωνα, που μουρμουρίζει, κλαψουρίζει, σε Θεόκρ.· μινυρὰ θρέεσθαι = μινυρίζειν, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μῐνῠρός, ή, όν
complaining in a low tone, whining, whimpering, Theocr.; μινυρὰ θρέεσθαι = μινυρίζειν, Aesch.