σιδηρονόμος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
(6)
m (Text replacement - "theilen" to "teilen")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sidironomos
|Transliteration C=sidironomos
|Beta Code=sidhrono/mos
|Beta Code=sidhrono/mos
|Definition=ον, (νέμω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">distributing with iron</b>, i.e. <b class="b2">with the sword</b>, χείρ <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>788</span> (lyr.).</span>
|Definition=σιδηρονόμον, ([[νέμω]]) [[distributing with iron]], i.e. [[with the sword]], χείρ A.''Th.''788 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0879.png Seite 879]] mit dem Eisen oder Schwerte theilend, [[χείρ]], Aesch. Spt. 770.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0879.png Seite 879]] mit dem Eisen oder Schwerte teilend, [[χείρ]], Aesch. Spt. 770.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σῐδηρονόμος''': -ον, ([[νέμω]]) ὁ διὰ τοῦ σιδήρου διανέμων, δηλ. διὰ τοῦ ξίφους, χεὶρ Αἰσχύλ. Θήβ. 788.
|elnltext=σιδηρονόμος -ον, Dor. σιδᾱρονόμος &#91;[[σίδηρος]], [[νέμω]]] een ijzeren zwaard hanterend. Aeschl. Sept. 788.
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδηρονόμος:''' дор. σῐδᾱρονόμος 2 производящий раздел силою железа, т. е. меча ([[χείρ]] Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῐδηρονόμος:''' -ον ([[νέμω]]), αυτός που διαμερίζει, που διαμοιράζει με το [[σίδερο]], δηλ. με το [[σπαθί]], με το [[ξίφος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''σῐδηρονόμος:''' -ον ([[νέμω]]), αυτός που διαμερίζει, που διαμοιράζει με το [[σίδερο]], δηλ. με το [[σπαθί]], με το [[ξίφος]], σε Αισχύλ.
}}
{{ls
|lstext='''σῐδηρονόμος''': -ον, ([[νέμω]]) ὁ διὰ τοῦ σιδήρου διανέμων, δηλ. διὰ τοῦ ξίφους, χεὶρ Αἰσχύλ. Θήβ. 788.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῐδηρο-[[νόμος]], ον, [[νέμω]]<br />distributing with [[iron]], i. e. with the [[sword]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 07:33, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρονόμος Medium diacritics: σιδηρονόμος Low diacritics: σιδηρονόμος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: sidēronómos Transliteration B: sidēronomos Transliteration C: sidironomos Beta Code: sidhrono/mos

English (LSJ)

σιδηρονόμον, (νέμω) distributing with iron, i.e. with the sword, χείρ A.Th.788 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 879] mit dem Eisen oder Schwerte teilend, χείρ, Aesch. Spt. 770.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηρονόμος -ον, Dor. σιδᾱρονόμος [σίδηρος, νέμω] een ijzeren zwaard hanterend. Aeschl. Sept. 788.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρονόμος: дор. σῐδᾱρονόμος 2 производящий раздел силою железа, т. е. меча (χείρ Aesch.).

Greek Monolingual

-όνομον, Α
αυτός που διαιρεί με τον σίδηρο, δηλαδή με το ξίφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -νόμος].

Greek Monotonic

σῐδηρονόμος: -ον (νέμω), αυτός που διαμερίζει, που διαμοιράζει με το σίδερο, δηλ. με το σπαθί, με το ξίφος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρονόμος: -ον, (νέμω) ὁ διὰ τοῦ σιδήρου διανέμων, δηλ. διὰ τοῦ ξίφους, χεὶρ Αἰσχύλ. Θήβ. 788.

Middle Liddell

σῐδηρο-νόμος, ον, νέμω
distributing with iron, i. e. with the sword, Aesch.