ὑποδύτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(4b)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypodytis
|Transliteration C=ypodytis
|Beta Code=u(podu/ths
|Beta Code=u(podu/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">garment worn under a coat of mail</b>, PEnteux.32.6 (iii B. C.), <span class="bibl">D.S.17.44</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Phil.</span>11</span>; simply <b class="b2">undergarment</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Ex.</span>28</span>.(<span class="bibl">27</span>) <span class="bibl">31</span>, <span class="title">IG</span>5(1).1390.20 (Andania, i B. C.), <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>5.5.7</span>.</span>
|Definition=ὑποδύτου, ὁ, [[garment worn under a coat of mail]], PEnteux.32.6 (iii B. C.), [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.44, Plu.''Phil.''11; simply [[undergarment]], [[LXX]] ''Ex.''28.(27) 31, ''IG''5(1).1390.20 (Andania, i B. C.), J.''BJ''5.5.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1216.png Seite 1216]] ὁ, Unterkleid unter dem Panzer; Plut. Philop. 11; D. Sic. 17, 44.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1216.png Seite 1216]] ὁ, Unterkleid unter dem Panzer; Plut. Philop. 11; D. Sic. 17, 44.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[vêtement qu'on met sous la cuirasse]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑποδύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποδύτης:''' ου ὁ [[одежда]], [[надеваемая под броню]] Diod., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποδύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, ([[ὑποδύω]]) [[χιτωνίσκος]] ὑπὸ τὸν θώρακα φορούμενος, Διόδ. 17. 44, Πλουτ. Φιλοπ. 11. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
|lstext='''ὑποδύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, ([[ὑποδύω]]) [[χιτωνίσκος]] ὑπὸ τὸν θώρακα φορούμενος, Διόδ. 17. 44, Πλουτ. Φιλοπ. 11. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />vêtement qu’on met sous la cuirasse.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποδύω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑποδύτης]], ΝΑ, και ὑποδυτής Α [[ὑποδύω]], -<i>ομαι</i>]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πουκάμισο]], [[συνήθως]] βαμβακερό, τών στρατιωτικών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ενδύματος που φορούσαν [[κάτω]] από τον θώρακα, [[είδος]] πανοπλίας («ἐποίησαν τὸν ὑποδύτην ὑπὸ τὴν ὑπωμίδα», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[εσώρουχο]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[υποδύτης]].
|mltxt=ο / [[ὑποδύτης]], ΝΑ, και ὑποδυτής Α [[ὑποδύω]], -<i>ομαι</i>]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πουκάμισο]], [[συνήθως]] βαμβακερό, τών στρατιωτικών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ενδύματος που φορούσαν [[κάτω]] από τον θώρακα, [[είδος]] πανοπλίας («ἐποίησαν τὸν ὑποδύτην ὑπὸ τὴν ὑπωμίδα», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[εσώρουχο]].<br />ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[υποδύτης]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποδύτης:''' [ῠ], -ου, ὁ, χιτώντας [[φορεμένος]] [[κάτω]] από τον θώρακα, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ὑποδύτης:''' [ῠ], -ου, ὁ, χιτώντας [[φορεμένος]] [[κάτω]] από τον θώρακα, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ὑποδύτης:''' ου ὁ одежда, надеваемая под броню Diod., Plut.
|mdlsjtxt=ὑ˘ποδύτης, ου, ὁ,<br />a [[garment]] under a [[coat]] of [[mail]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 08:05, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδῠτης Medium diacritics: ὑποδύτης Low diacritics: υποδύτης Capitals: ΥΠΟΔΥΤΗΣ
Transliteration A: hypodýtēs Transliteration B: hypodytēs Transliteration C: ypodytis Beta Code: u(podu/ths

English (LSJ)

ὑποδύτου, ὁ, garment worn under a coat of mail, PEnteux.32.6 (iii B. C.), D.S.17.44, Plu.Phil.11; simply undergarment, LXX Ex.28.(27) 31, IG5(1).1390.20 (Andania, i B. C.), J.BJ5.5.7.

German (Pape)

[Seite 1216] ὁ, Unterkleid unter dem Panzer; Plut. Philop. 11; D. Sic. 17, 44.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
vêtement qu'on met sous la cuirasse.
Étymologie: ὑποδύω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποδύτης: ου ὁ одежда, надеваемая под броню Diod., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, (ὑποδύω) χιτωνίσκος ὑπὸ τὸν θώρακα φορούμενος, Διόδ. 17. 44, Πλουτ. Φιλοπ. 11. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.

Greek Monolingual

ο / ὑποδύτης, ΝΑ, και ὑποδυτής Α ὑποδύω, -ομαι]
νεοελλ.
πουκάμισο, συνήθως βαμβακερό, τών στρατιωτικών
αρχ.
1. είδος ενδύματος που φορούσαν κάτω από τον θώρακα, είδος πανοπλίας («ἐποίησαν τὸν ὑποδύτην ὑπὸ τὴν ὑπωμίδα», ΠΔ)
2. εσώρουχο.
ὁ, Α
βλ. υποδύτης.

Greek Monotonic

ὑποδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, χιτώντας φορεμένος κάτω από τον θώρακα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ὑ˘ποδύτης, ου, ὁ,
a garment under a coat of mail, Plut.