ἀπότιμος: Difference between revisions

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
(3)
 
m (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apotimos
|Transliteration C=apotimos
|Beta Code=a)po/timos
|Beta Code=a)po/timos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">put away from honour</b>, stronger than <b class="b3">ἄτιμος</b>, <span class="bibl">Hdt.2.167</span> (Comp.), <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>215</span> (lyr.).</span>
|Definition=ἀπότιμον, [[put away from honour]], stronger than [[ἄτιμος]], [[Herodotus|Hdt.]]2.167 (Comp.), [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''215 (lyr.).
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀπότῑμος) -ον<br />[[despreciado]] ὁρῶν ... πάντας τοὺς βαρβάρους ἀποτιμοτέρους τῶν ἄλλων ἡγημένους πολιητέων τοὺς τὰς τέχνας μανθάνοντας viendo que todos los bárbaros consideran los más despreciados de todos los ciudadanos a los que aprenden oficios</i> Hdt.2.167, τὸν ἀπότιμον ἐν θεοῖς de Ares, S.<i>OT</i> 215.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0331.png Seite 331]] ([[τιμή]]), 1) = [[ἄτιμος]], Soph. O. R. 215; Her. 2, 167. – 2) ἀπότιμα χρήματα, = ἀποτιμήματα, Dem.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non honoré, non estimé ; déshonoré.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τιμή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπότῑμος:'''<br /><b class="num">1</b> [[презираемый]], [[презренный]] Her., Soph.;<br /><b class="num">2</b> (= ἀποτιμημένος) данный в виде обеспечения, заложенный (χρήματα Dem.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀπότῑμος''': -ον, ὁ μακρὰν πάσης [[τιμῆς]], ἐντονώτερον τοῦ ἄτιμος, Ἡρόδ. 2. 167· τὸν ἀπότιμον ἐν θεοῖς θεὸν Σοφ. Ο. Τ. 215, πρβλ. [[ἀπόμισθος]], [[ἀπόξενος]]. 2) ἀπότιμα χρήματα, τὰ ἀποτετιμημένα, ὑπέγγυα, ὑποτεθέντα, Δημ. σ. 866.2.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπότιμος]], -ον (Α) [[τιμή]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον τιμούν<br /><b>2.</b> «ἀπότιμα χρήματα» — υπέγγυα, καθορισμένα για [[ενέχυρο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπότῑμος:''' -ον ([[τιμή]]), αυτός που έχει αποκλεισθεί από την [[απόδοση]] [[τιμής]] στο πρόσωπό του, ατιμασμένος, σε Ηρόδ., Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τιμή]]<br />put [[away]] from [[honour]], [[dishonoured]], Hdt., Soph.
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 18 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπότῑμος Medium diacritics: ἀπότιμος Low diacritics: απότιμος Capitals: ΑΠΟΤΙΜΟΣ
Transliteration A: apótimos Transliteration B: apotimos Transliteration C: apotimos Beta Code: a)po/timos

English (LSJ)

ἀπότιμον, put away from honour, stronger than ἄτιμος, Hdt.2.167 (Comp.), S.OT215 (lyr.).

Spanish (DGE)

(ἀπότῑμος) -ον
despreciado ὁρῶν ... πάντας τοὺς βαρβάρους ἀποτιμοτέρους τῶν ἄλλων ἡγημένους πολιητέων τοὺς τὰς τέχνας μανθάνοντας viendo que todos los bárbaros consideran los más despreciados de todos los ciudadanos a los que aprenden oficios Hdt.2.167, τὸν ἀπότιμον ἐν θεοῖς de Ares, S.OT 215.

German (Pape)

[Seite 331] (τιμή), 1) = ἄτιμος, Soph. O. R. 215; Her. 2, 167. – 2) ἀπότιμα χρήματα, = ἀποτιμήματα, Dem.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non honoré, non estimé ; déshonoré.
Étymologie: ἀπό, τιμή.

Russian (Dvoretsky)

ἀπότῑμος:
1 презираемый, презренный Her., Soph.;
2 (= ἀποτιμημένος) данный в виде обеспечения, заложенный (χρήματα Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπότῑμος: -ον, ὁ μακρὰν πάσης τιμῆς, ἐντονώτερον τοῦ ἄτιμος, Ἡρόδ. 2. 167· τὸν ἀπότιμον ἐν θεοῖς θεὸν Σοφ. Ο. Τ. 215, πρβλ. ἀπόμισθος, ἀπόξενος. 2) ἀπότιμα χρήματα, τὰ ἀποτετιμημένα, ὑπέγγυα, ὑποτεθέντα, Δημ. σ. 866.2.

Greek Monolingual

ἀπότιμος, -ον (Α) τιμή
1. αυτός που δεν τον τιμούν
2. «ἀπότιμα χρήματα» — υπέγγυα, καθορισμένα για ενέχυρο.

Greek Monotonic

ἀπότῑμος: -ον (τιμή), αυτός που έχει αποκλεισθεί από την απόδοση τιμής στο πρόσωπό του, ατιμασμένος, σε Ηρόδ., Σοφ.

Middle Liddell

τιμή
put away from honour, dishonoured, Hdt., Soph.