μυχόθεν: Difference between revisions
τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)
(3) |
|||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mychothen | |Transliteration C=mychothen | ||
|Beta Code=muxo/qen | |Beta Code=muxo/qen | ||
|Definition=Adv. | |Definition=Adv. [[from the inmost part of the house]], [[from the women's chambers]], [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''96 (anap.), ''Ch.''35 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0224.png Seite 224]] aus dem Innersten, Aesch. Ag. 96, [[φόβος]] [[ἀμβόαμα]] [[μυχόθεν]] ἔλακε Ch. 35. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0224.png Seite 224]] aus dem Innersten, Aesch. Ag. 96, [[φόβος]] [[ἀμβόαμα]] [[μυχόθεν]] ἔλακε Ch. 35. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />[[du fond]].<br />'''Étymologie:''' [[μυχός]], [[-θεν]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῠχόθεν:''' adv. из (глубины) дома, изнутри Aesch. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῠχόθεν''': Ἐπίρρ., ἐκ τοῦ μυχοῦ τῆς οἰκίας, ἐκ τοῦ γυναικῶνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 96, Χο. 35. | |lstext='''μῠχόθεν''': Ἐπίρρ., ἐκ τοῦ μυχοῦ τῆς οἰκίας, ἐκ τοῦ γυναικῶνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 96, Χο. 35. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μυχόθεν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> από τον [[μυχό]], από τα εσώτατα δωμάτια του σπιτιού, από τον γυναικωνίτη («[[ἀωρόνυκτον]] [[ἀμβόαμα]] [[μυχόθεν]] ἔλακε περὶ φόβῳ», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυχός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i>, που δηλώνει την από τόπου [[κίνηση]] (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=[[μυχόθεν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> από τον [[μυχό]], από τα εσώτατα δωμάτια του σπιτιού, από τον γυναικωνίτη («[[ἀωρόνυκτον]] [[ἀμβόαμα]] [[μυχόθεν]] ἔλακε περὶ φόβῳ», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυχός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i>, που δηλώνει την από τόπου [[κίνηση]] (<b>πρβλ.</b> [[θεόθεν]], [[κυκλόθεν]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μῠχόθεν:''' (μῠχός), επίρρ., από το εσώτατο [[μέρος]] του σπιτιού, από το γυναικωνίτη, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">• μῠχόθεν:</b> (μῠχός), επίρρ., από το εσώτατο [[μέρος]] του σπιτιού, από το γυναικωνίτη, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''μῠχόθεν:''' (μῠχός), επίρρ., από το εσώτατο [[μέρος]] του σπιτιού, από το γυναικωνίτη, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">• μῠχόθεν:</b> (μῠχός), επίρρ., από το εσώτατο [[μέρος]] του σπιτιού, από το γυναικωνίτη, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[μυχός]]<br />adv. from the [[inmost]] [[part]] of the [[house]], from the women's chambers, Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:54, 29 October 2024
English (LSJ)
Adv. from the inmost part of the house, from the women's chambers, A.Ag.96 (anap.), Ch.35 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 224] aus dem Innersten, Aesch. Ag. 96, φόβος ἀμβόαμα μυχόθεν ἔλακε Ch. 35.
French (Bailly abrégé)
adv.
du fond.
Étymologie: μυχός, -θεν.
Russian (Dvoretsky)
μῠχόθεν: adv. из (глубины) дома, изнутри Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
μῠχόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ τοῦ μυχοῦ τῆς οἰκίας, ἐκ τοῦ γυναικῶνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 96, Χο. 35.
Greek Monolingual
μυχόθεν (Α)
επίρρ. από τον μυχό, από τα εσώτατα δωμάτια του σπιτιού, από τον γυναικωνίτη («ἀωρόνυκτον ἀμβόαμα μυχόθεν ἔλακε περὶ φόβῳ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + επιρρμ. κατάλ. -θεν, που δηλώνει την από τόπου κίνηση (πρβλ. θεόθεν, κυκλόθεν)].
Greek Monotonic
μῠχόθεν: (μῠχός), επίρρ., από το εσώτατο μέρος του σπιτιού, από το γυναικωνίτη, σε Αισχύλ.
• μῠχόθεν: (μῠχός), επίρρ., από το εσώτατο μέρος του σπιτιού, από το γυναικωνίτη, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
μυχός
adv. from the inmost part of the house, from the women's chambers, Aesch.