Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περίφρακτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perifraktos
|Transliteration C=perifraktos
|Beta Code=peri/fraktos
|Beta Code=peri/fraktos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fenced round</b>: Subst. -φρακτον, τό, <b class="b2">enclosure</b>, IG3.1866, <span class="bibl">Plu. <span class="title">Thes.</span>12</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Bacch.</span>6</span>.</span>
|Definition=περίφρακτον, [[fenced round]]: Subst. [[περίφρακτον]], τό, [[enclosure]], IG3.1866, Plu. ''Thes.''12, Luc.''Bacch.''6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0599.png Seite 599]] eingezäunt, eingeschlossen, Luc. Bacch. 6. Auch τὸ περ., das Gehege, Plut. Thes. 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0599.png Seite 599]] eingezäunt, eingeschlossen, Luc. Bacch. 6. Auch τὸ περ., das Gehege, Plut. Thes. 12.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''περίφρακτος''': -ον, πεφραγμένος ὁλόγυρα, Βυζ.˙ ― τὸ π., [[περίφραγμα]], Πλουτ. Θησ. 12, Λουκ. Διόνυσ. 6.
|btext=ος, ον :<br />entouré d'une clôture <i>ou</i> d'une enceinte ; τὸ περίφρακτον, enceinte sacrée.<br />'''Étymologie:''' [[περιφράσσω]].
}}
}}
{{bailly
{{elnl
|btext=ος, ον :<br />entouré d’une clôture <i>ou</i> d’une enceinte ; τὸ περίφρακτον, enceinte sacrée.<br />'''Étymologie:''' [[περιφράσσω]].
|elnltext=περίφρακτος -ον [περιφράττω] omheind; subst. τὸ περίφρακτον omheining.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 25:
|lsmtext='''περίφρακτος:''' -ον, περιφραγμένος [[ολόγυρα]]· <i>περίφρακτον τό</i>, [[περίφραξη]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''περίφρακτος:''' -ον, περιφραγμένος [[ολόγυρα]]· <i>περίφρακτον τό</i>, [[περίφραξη]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=περίφρακτος -ον [περιφράττω] omheind; subst. τὸ περίφρακτον omheining.
|lstext='''περίφρακτος''': -ον, πεφραγμένος ὁλόγυρα, Βυζ.˙ ― τὸ π., [[περίφραγμα]], Πλουτ. Θησ. 12, Λουκ. Διόνυσ. 6.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περίφρακτος]], ον,<br />[[fenced]] [[round]]: περίφρακτον, ου, an [[inclosure]], Plut. [from [[περιφράσσω]]
}}
}}

Latest revision as of 11:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίφρακτος Medium diacritics: περίφρακτος Low diacritics: περίφρακτος Capitals: ΠΕΡΙΦΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: períphraktos Transliteration B: periphraktos Transliteration C: perifraktos Beta Code: peri/fraktos

English (LSJ)

περίφρακτον, fenced round: Subst. περίφρακτον, τό, enclosure, IG3.1866, Plu. Thes.12, Luc.Bacch.6.

German (Pape)

[Seite 599] eingezäunt, eingeschlossen, Luc. Bacch. 6. Auch τὸ περ., das Gehege, Plut. Thes. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entouré d'une clôture ou d'une enceinte ; τὸ περίφρακτον, enceinte sacrée.
Étymologie: περιφράσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίφρακτος -ον [περιφράττω] omheind; subst. τὸ περίφρακτον omheining.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίφρακτος, -ον, ΝΜΑ, και περίφραχτος Ν
περιφράσσω
περιφραγμένος, κλεισμένος γύρω γύρω με φράχτη
νεοελλ.
φρ. «περίφρακτες πεδιάδες» — χαρακτηριστικές περιοχές στην επιφάνεια της Σελήνης που μοιάζουν με κρατήρες με επίπεδους πυθμένες.

Greek Monotonic

περίφρακτος: -ον, περιφραγμένος ολόγυρα· περίφρακτον τό, περίφραξη, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

περίφρακτος: -ον, πεφραγμένος ὁλόγυρα, Βυζ.˙ ― τὸ π., περίφραγμα, Πλουτ. Θησ. 12, Λουκ. Διόνυσ. 6.

Middle Liddell

περίφρακτος, ον,
fenced round: περίφρακτον, ου, an inclosure, Plut. [from περιφράσσω