Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μικρομερής: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(3)
mNo edit summary
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mikromeris
|Transliteration C=mikromeris
|Beta Code=mikromerh/s
|Beta Code=mikromerh/s
|Definition=or σμικρ-, ές, (μέρος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">consisting of small parts</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>60e</span> (Comp.), <span class="bibl">78b</span> (Comp.), <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span>989a1</span> (Sup.), <span class="bibl"><span class="title">Cael.</span>303b27</span>, Ptol.<span class="title">Alm.</span>2.10 (Comp.). Adv. σμικρομερῶς <b class="b2">to a slight extent</b>, PMasp.2.6 (vi A.D.).</span>
|Definition=or [[σμικρομερής]], ές, ([[μέρος]]) [[consisting of small parts]], Pl.''Ti.''60e (Comp.), 78b (Comp.), [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''989a1 (Sup.), ''Cael.''303b27, Ptol.''Alm.''2.10 (Comp.). Adv. [[σμικρομερῶς]] = [[to a slight extent]], PMasp.2.6 (vi A.D.).
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>aus kleinen [[Teilen]] [[bestehend]]</i>, Arist. <i>coel</i>. 3.5 und Sp., wie Plut. <i>plac.phil</i>. 1.4; – μικρομερέστερος, Plat. <i>Tim</i>. 60e, superl. 78a.
}}
{{elru
|elrutext='''μῑκρομερής:''' и σμῑκρομερής 2 состоящий из мелких частей ([[σῶμα]] Arst.; [[σχηματισμός]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μικρομερής]] και [[σμικρομερής]], -ές (Α)<br />αυτός που σύγκειται από μικρά μέρη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μικρομερῶς</i> και <i>σμικρομερῶς</i> (Α)<br />σε μικρή [[έκταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ισο</i>-<i>μερής</i>].
|mltxt=[[μικρομερής]] και [[σμικρομερής]], -ές (Α)<br />αυτός που σύγκειται από μικρά μέρη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μικρομερῶς</i> και <i>σμικρομερῶς</i> (Α)<br />σε μικρή [[έκταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), [[πρβλ]]. [[ισομερής]]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῑκρομερής:''' и σμῑκρομερής 2 состоящий из мелких частей ([[σῶμα]] Arst.; [[σχηματισμός]] Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 10:25, 31 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρομερής Medium diacritics: μικρομερής Low diacritics: μικρομερής Capitals: ΜΙΚΡΟΜΕΡΗΣ
Transliteration A: mikromerḗs Transliteration B: mikromerēs Transliteration C: mikromeris Beta Code: mikromerh/s

English (LSJ)

or σμικρομερής, ές, (μέρος) consisting of small parts, Pl.Ti.60e (Comp.), 78b (Comp.), Arist.Metaph.989a1 (Sup.), Cael.303b27, Ptol.Alm.2.10 (Comp.). Adv. σμικρομερῶς = to a slight extent, PMasp.2.6 (vi A.D.).

German (Pape)

ές, aus kleinen Teilen bestehend, Arist. coel. 3.5 und Sp., wie Plut. plac.phil. 1.4; – μικρομερέστερος, Plat. Tim. 60e, superl. 78a.

Russian (Dvoretsky)

μῑκρομερής: и σμῑκρομερής 2 состоящий из мелких частей (σῶμα Arst.; σχηματισμός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρομερής: ἢ σμικρ-, ές, (μέρος) ὁ ἐκ μικρῶν μερῶν συγκείμενος, Πλάτ. Τίμ. 60Ε, 78Β, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8. 3, π. Οὐρ. 3. 5, 4.

Greek Monolingual

μικρομερής και σμικρομερής, -ές (Α)
αυτός που σύγκειται από μικρά μέρη.
επίρρ...
μικρομερῶς και σμικρομερῶς (Α)
σε μικρή έκταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -μερής (< μέρος), πρβλ. ισομερής].