διοίσω: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
(1b)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dioiso
|Transliteration C=dioiso
|Beta Code=dioi/sw
|Beta Code=dioi/sw
|Definition=διοίσομαι, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[διαφέρω]].</span>
|Definition=διοίσομαι, v. [[διαφέρω]].
}}
{{ls
|lstext='''διοίσω''': διοίσομαι, ἴδε ἐν λ. [[διαφέρω]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f. de</i> [[διαφέρω]].
|btext=<i>f. de</i> [[διαφέρω]].
}}
}}
{{lsm
{{pape
|lsmtext='''διοίσω:''' δι-οίσομαι, Μέσ. και Ενεργ. μέλ. του [[διαφέρω]].
|ptext=fut. zu [[διαφέρω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διοίσω:''' fut. к [[διαφέρω]].
|elrutext='''διοίσω:''' fut. к [[διαφέρω]].
}}
{{ls
|lstext='''διοίσω''': διοίσομαι, ἴδε ἐν λ. [[διαφέρω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διοίσω:''' δι-οίσομαι, Μέσ. και Ενεργ. μέλ. του [[διαφέρω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοίσω Medium diacritics: διοίσω Low diacritics: διοίσω Capitals: ΔΙΟΙΣΩ
Transliteration A: dioísō Transliteration B: dioisō Transliteration C: dioiso Beta Code: dioi/sw

English (LSJ)

διοίσομαι, v. διαφέρω.

French (Bailly abrégé)

f. de διαφέρω.

German (Pape)

fut. zu διαφέρω.

Russian (Dvoretsky)

διοίσω: fut. к διαφέρω.

Greek (Liddell-Scott)

διοίσω: διοίσομαι, ἴδε ἐν λ. διαφέρω.

Greek Monotonic

διοίσω: δι-οίσομαι, Μέσ. και Ενεργ. μέλ. του διαφέρω.