δίφριος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=difrios
|Transliteration C=difrios
|Beta Code=di/frios
|Beta Code=di/frios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of a chariot:</b> neut. pl. as Adv., <b class="b3">δίφρια συρόμενος</b> dragged <b class="b2">at the chariot wheels</b>, AP7.152.</span>
|Definition=α, ον, [[of a chariot]]: neuter plural as adverb, <b class="b3">δίφρια συρόμενος</b> = [[drag]]ged [[at the chariot wheels]], AP7.152.
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br />[[de un carro]] neutr. plu. adv. δίφρια συρόμενος arrastrado por las ruedas de un carro</i>, <i>AP</i> 7.152.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0645.png Seite 645]] zum Wagen gehörig; nur δίφρια συρόμενος Ep. ad. 389 (VII, 152), vom Wagen geschleppt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0645.png Seite 645]] zum Wagen gehörig; nur δίφρια συρόμενος Ep. ad. 389 (VII, 152), vom Wagen geschleppt.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[de char]].<br />'''Étymologie:''' [[δίφρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δίφριος:''' [[колесничный]]: δίφρια συρόμενος Anth. влекомый колесницей.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δίφριος''': -α, -ον, εἰς δίφρον ἀνήκων· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. δίφρια
|lstext='''δίφριος''': -α, -ον, εἰς δίφρον ἀνήκων· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. δίφρια
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de char.<br />'''Étymologie:''' [[δίφρος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br />[[de un carro]] neutr. plu. adv. δίφρια συρόμενος arrastrado por las ruedas de un carro</i>, <i>AP</i> 7.152.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίφριος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στο [[άρμα]]· ουδ. πληθ. ως επίρρ., <i>[[δίφρια]] συρόμενος</i>, αυτός που σύρεται [[πίσω]] από τους τροχούς του άρματος, σε Ανθ.
|lsmtext='''δίφριος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στο [[άρμα]]· ουδ. πληθ. ως επίρρ., <i>[[δίφρια]] συρόμενος</i>, αυτός που σύρεται [[πίσω]] από τους τροχούς του άρματος, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''δίφριος:''' колесничный: δίφρια συρόμενος Anth. влекомый колесницей.
|mdlsjtxt=[[δίφριος]], η, ον <i>adj</i><br />of a [[chariot]]: neut. pl. as adv., δίφρια συρόμενος dragged at the [[chariot]] wheels, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 13:08, 25 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίφριος Medium diacritics: δίφριος Low diacritics: δίφριος Capitals: ΔΙΦΡΙΟΣ
Transliteration A: díphrios Transliteration B: diphrios Transliteration C: difrios Beta Code: di/frios

English (LSJ)

α, ον, of a chariot: neuter plural as adverb, δίφρια συρόμενος = dragged at the chariot wheels, AP7.152.

Spanish (DGE)

-α, -ον
de un carro neutr. plu. adv. δίφρια συρόμενος arrastrado por las ruedas de un carro, AP 7.152.

German (Pape)

[Seite 645] zum Wagen gehörig; nur δίφρια συρόμενος Ep. ad. 389 (VII, 152), vom Wagen geschleppt.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de char.
Étymologie: δίφρος.

Russian (Dvoretsky)

δίφριος: колесничный: δίφρια συρόμενος Anth. влекомый колесницей.

Greek (Liddell-Scott)

δίφριος: -α, -ον, εἰς δίφρον ἀνήκων· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. δίφρια

Greek Monotonic

δίφριος: -α, -ον, αυτός που ανήκει στο άρμα· ουδ. πληθ. ως επίρρ., δίφρια συρόμενος, αυτός που σύρεται πίσω από τους τροχούς του άρματος, σε Ανθ.

Middle Liddell

δίφριος, η, ον adj
of a chariot: neut. pl. as adv., δίφρια συρόμενος dragged at the chariot wheels, Anth.