ἱστοριογράφος: Difference between revisions
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
(2b) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)γράφος" to "Full diacritics=$1γρᾰ́φος") |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=ἱστοριογρᾰ́φος | |||
|Medium diacritics=ἱστοριογράφος | |||
|Low diacritics=ιστοριογράφος | |||
|Capitals=ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΟΣ | |||
|Transliteration A=historiográphos | |||
|Transliteration B=historiographos | |||
|Transliteration C=istoriografos | |||
|Beta Code=i(storiogra/fos | |||
|Definition=ὁ, [[writer of history]], [[historian]], ''Inscr.Prien.'' 37.107 (ii BC), Plb. 2.62.2, Phld. ''Rh.'' 1.359 S., DS. 1.9, Ath.Mech. 7.2, etc.; [[chronicler]], as distinguished from [[συγγραφεύς]] (writer of contemporary history), Sch. DT. p. 168H.; [[Ἔφορος]] ὁ ἱ., opp. [[Ἡρόδοτος]] ὁ [[συγγρ]]., Placit. 4.1.6; — Doric [[ἱστοριαγράφος]], οἱ ἱ. οἱ [[συγγεγραφότες]] τὰς [[Μαγνήτων]] [[πράξεις]] SIG 560.13, cf. 702.3 (Delph., ii BC), 685.93 (Crete). | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1271.png Seite 1271]] ὁ, der Geschichtschreiber; Pol. 2, 62, 2; D. Sic. 1, 9; D. Hal. öfter; unterschieden von [[συγγραφεύς]], B. A. 734; vgl. Plut. plac. phil. 4, 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1271.png Seite 1271]] ὁ, der Geschichtschreiber; Pol. 2, 62, 2; D. Sic. 1, 9; D. Hal. öfter; unterschieden von [[συγγραφεύς]], B. A. 734; vgl. Plut. plac. phil. 4, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[historien]].<br />'''Étymologie:''' [[ἱστορία]], [[γράφω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱστοριογράφος:''' (ᾰ) ὁ [[историограф]], [[историк]] Polyb., Diod., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱστοριογράφος''': ὁ, συγγραφεὺς ἱστορίας, [[ἱστορικός]], Πολύβ. 2. 62, 2, Διόδ. 1. 9, Συλλ. Ἐπιγρ. 2905. 2 (Α) 13· ἀλλὰ διακρίνεται ἀπὸ τοῦ [[ἁπλῶς]] διηγήσεις γράφοντος συγγραφέως, ὡς ἐρευνῶν τὰ ἱστορικὰ γεγονότα, Πλούτ. 2. 898Λ. | |lstext='''ἱστοριογράφος''': ὁ, συγγραφεὺς ἱστορίας, [[ἱστορικός]], Πολύβ. 2. 62, 2, Διόδ. 1. 9, Συλλ. Ἐπιγρ. 2905. 2 (Α) 13· ἀλλὰ διακρίνεται ἀπὸ τοῦ [[ἁπλῶς]] διηγήσεις γράφοντος συγγραφέως, ὡς ἐρευνῶν τὰ ἱστορικὰ γεγονότα, Πλούτ. 2. 898Λ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἱστοριογράφος]])<br />αυτός που γράφει ιστορικά βιβλία, ο [[ιστορικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστορία]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γράφω]]), | |mltxt=ο (ΑΜ [[ἱστοριογράφος]])<br />αυτός που γράφει ιστορικά βιβλία, ο [[ιστορικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστορία]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γράφω]]), [[πρβλ]]. [[διηγηματογράφος]], [[πεζογράφος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:05, 29 March 2024
English (LSJ)
ὁ, writer of history, historian, Inscr.Prien. 37.107 (ii BC), Plb. 2.62.2, Phld. Rh. 1.359 S., DS. 1.9, Ath.Mech. 7.2, etc.; chronicler, as distinguished from συγγραφεύς (writer of contemporary history), Sch. DT. p. 168H.; Ἔφορος ὁ ἱ., opp. Ἡρόδοτος ὁ συγγρ., Placit. 4.1.6; — Doric ἱστοριαγράφος, οἱ ἱ. οἱ συγγεγραφότες τὰς Μαγνήτων πράξεις SIG 560.13, cf. 702.3 (Delph., ii BC), 685.93 (Crete).
German (Pape)
[Seite 1271] ὁ, der Geschichtschreiber; Pol. 2, 62, 2; D. Sic. 1, 9; D. Hal. öfter; unterschieden von συγγραφεύς, B. A. 734; vgl. Plut. plac. phil. 4, 1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
historien.
Étymologie: ἱστορία, γράφω.
Russian (Dvoretsky)
ἱστοριογράφος: (ᾰ) ὁ историограф, историк Polyb., Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἱστοριογράφος: ὁ, συγγραφεὺς ἱστορίας, ἱστορικός, Πολύβ. 2. 62, 2, Διόδ. 1. 9, Συλλ. Ἐπιγρ. 2905. 2 (Α) 13· ἀλλὰ διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ἁπλῶς διηγήσεις γράφοντος συγγραφέως, ὡς ἐρευνῶν τὰ ἱστορικὰ γεγονότα, Πλούτ. 2. 898Λ.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἱστοριογράφος)
αυτός που γράφει ιστορικά βιβλία, ο ιστορικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστορία + -γράφος (< γράφω), πρβλ. διηγηματογράφος, πεζογράφος.