μετακλίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(3)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)" to "$3$1$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{elru
|elrutext='''μετακλίνομαι:''' (ῑ) склоняться в другую сторону: πολέμοιο μετακλινθέντος Hom. при неблагоприятном обороте битвы.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετακλίνομαι''': [ῑ], παθ., κλίνομαι πρὸς τὸ [[ἄλλο]] [[μέρος]], πολέμοιο μετεκλινθέντος Ἰλ. Λ. 509· μεταβάλλομαι, κλίνομαι πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασ., Φίλων 1. 299.
|lstext='''μετακλίνομαι''': [ῑ], παθ., κλίνομαι πρὸς τὸ [[ἄλλο]] [[μέρος]], πολέμοιο μετεκλινθέντος Ἰλ. Λ. 509· μεταβάλλομαι, κλίνομαι πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασ., Φίλων 1. 299.
Line 5: Line 8:
|lsmtext='''μετακλίνομαι:''' [ῑ], αόρ. αʹ <i>μετ-εκλίνθην</i>, Παθ., μετακινούμαι προς την [[άλλη]] [[παράταξη]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''μετακλίνομαι:''' [ῑ], αόρ. αʹ <i>μετ-εκλίνθην</i>, Παθ., μετακινούμαι προς την [[άλλη]] [[παράταξη]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''μετακλίνομαι:''' (ῑ) склоняться в другую сторону: πολέμοιο μετακλινθέντος Hom. при неблагоприятном обороте битвы.
|mdlsjtxt=aor1 μετ-εκλίνθην<br />Pass. to [[shift]] to the [[other]] [[side]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 18:12, 6 October 2022

Russian (Dvoretsky)

μετακλίνομαι: (ῑ) склоняться в другую сторону: πολέμοιο μετακλινθέντος Hom. при неблагоприятном обороте битвы.

Greek (Liddell-Scott)

μετακλίνομαι: [ῑ], παθ., κλίνομαι πρὸς τὸ ἄλλο μέρος, πολέμοιο μετεκλινθέντος Ἰλ. Λ. 509· μεταβάλλομαι, κλίνομαι πρὸς τὰ ὀπίσω, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασ., Φίλων 1. 299.

Greek Monotonic

μετακλίνομαι: [ῑ], αόρ. αʹ μετ-εκλίνθην, Παθ., μετακινούμαι προς την άλλη παράταξη, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

aor1 μετ-εκλίνθην
Pass. to shift to the other side, Il.