μεταπειστός: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(3)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metapeistos
|Transliteration C=metapeistos
|Beta Code=metapeisto/s
|Beta Code=metapeisto/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">open to persuasion</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>51e</span>; μ. ὑπὸ λόγου <span class="bibl">Id.<span class="title">Def.</span>414c</span>.</span>
|Definition=μεταπειστόν, [[open to persuasion]], Pl.''Ti.''51e; μ. ὑπὸ λόγου Id.''Def.''414c.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταπειστός]], -ή, -όν και [[μετάπειστος]], -η, -ον) [[μεταπείθω]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να μεταπείσει («τὸ μὲν ἀκίνητον πειθοῑ, τὸ δὲ μεταπειστόν», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταπειστός]], -ή, -όν και [[μετάπειστος]], -η, -ον) [[μεταπείθω]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να μεταπείσει («τὸ μὲν ἀκίνητον πειθοῖ, τὸ δὲ μεταπειστόν», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μεταπειστός:''' или [[μετάπειστος]] 2 поддающийся переубеждению, которого можно убедить Plat.
|elrutext='''μεταπειστός:''' или [[μετάπειστος]] 2 поддающийся переубеждению, которого можно убедить Plat.
}}
{{pape
|ptext=<i>der sich zu etwas Anderm [[überreden]], [[umstimmen]] läßt</i>, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von ἀκίνητον πειθοῖ, Plat. <i>Tim</i>. 51e.
}}
}}

Latest revision as of 14:43, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπειστός Medium diacritics: μεταπειστός Low diacritics: μεταπειστός Capitals: ΜΕΤΑΠΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: metapeistós Transliteration B: metapeistos Transliteration C: metapeistos Beta Code: metapeisto/s

English (LSJ)

μεταπειστόν, open to persuasion, Pl.Ti.51e; μ. ὑπὸ λόγου Id.Def.414c.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μεταπειστός, -ή, -όν και μετάπειστος, -η, -ον) μεταπείθω
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταπείσει («τὸ μὲν ἀκίνητον πειθοῖ, τὸ δὲ μεταπειστόν», Πλάτ.).

Russian (Dvoretsky)

μεταπειστός: или μετάπειστος 2 поддающийся переубеждению, которого можно убедить Plat.

German (Pape)

der sich zu etwas Anderm überreden, umstimmen läßt, im Gegensatz von ἀκίνητον πειθοῖ, Plat. Tim. 51e.