μικρότης: Difference between revisions

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source
(3)
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mikrotis
|Transliteration C=mikrotis
|Beta Code=mikro/ths
|Beta Code=mikro/ths
|Definition=or σμικρ- (v. <b class="b3">μικρός</b>), ητος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">smallness</b>. first in Anaxag.1, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span>1056b29</span>; διὰ σμικρότητα ἀόρατα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>43a</span>, cf. <span class="bibl">Isoc. 4.27</span>; of voice, <span class="bibl">Arist.<span class="title">de An.</span>422b30</span>; ἀνέμων <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Vent.</span>1</span>: pl., μεγέθη καὶ μ. Plu.2.687e. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">meanness, pettiness</b>, of rank, <span class="bibl">Isoc.4.93</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1302b4</span>; of matters, <span class="bibl">Id.<span class="title">Rh.</span>1393a9</span>; of language, <b class="b2">triviality</b>, Longin.43.1.</span>
|Definition=or [[σμικρότης]] (v. [[μικρός]]), ητος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[smallness]]. first in Anaxag.1, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1056b29; διὰ σμικρότητα ἀόρατα Pl.''Ti.''43a, cf. Isoc. 4.27; of voice, Arist.''de An.''422b30; ἀνέμων [[Theophrastus|Thphr.]] ''Vent.''1: pl., μεγέθη καὶ μ. Plu.2.687e.<br><span class="bld">2</span> [[meanness]], [[pettiness]], of rank, Isoc.4.93, Arist.''Pol.''1302b4; of matters, Id.''Rh.''1393a9; of language, [[triviality]], Longin.43.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0185.png Seite 185]] ητος, ἡ, die Kleinheit, Wenigkeit; τὰς διὰ μικρότητα διαλαθούσας εὐεργεσίας, im Ggstz von διὰ τὸ [[μέγεθος]], Isocr. 4, 27; Plut. Aemil. 8 u. öfter, wie a. Sp. S. [[σμικρότης]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0185.png Seite 185]] ητος, ἡ, die Kleinheit, Wenigkeit; τὰς διὰ μικρότητα διαλαθούσας εὐεργεσίας, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von διὰ τὸ [[μέγεθος]], Isocr. 4, 27; Plut. Aemil. 8 u. öfter, wie a. Sp. S. [[σμικρότης]].
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />petitesse ; <i>fig.</i> petitesse <i>ou</i> [[médiocrité du rang]], [[de la condition]].<br />'''Étymologie:''' [[μικρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῑκρότης:''' и σμῑκρότης, ητος ἡ<br /><b class="num">1</b> [[незначительные размеры]] (διὰ σμικρότητα [[ἀόρατος]] Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[слабость]] (φωνῆς Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[незначительность]], [[маловажность]] (τῶν πραγμάτων Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑκρότης''': ἢ σμικρ- (ἴδε [[μικρός]]), ητος, ἡ, τὸ ἀφῃρημ. οὐσ. τοῦ [[μικρός]], πρῶτον Ἀναξαγ. ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 6, 6· διὰ σμικρότητα ἀόρατα Πλάτ. Τίμ. 43Α, πρβλ. Ἰσοκρ. 46Α· ἐπὶ τῆς φωνῆς, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 11, 3· - ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 687Ε. 2) ἐπὶ [[πόλεων]], [[πλήν]] εἴ τις διὰ σμικρότητα παρημελήθη Ἰσοκρ. 59Ε, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 2, 6· ἐπὶ πραγμάτων ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 19, 26· ἐπὶ γλώσσης, Λογγῖν. 43.
|lstext='''μῑκρότης''': ἢ σμικρ- (ἴδε [[μικρός]]), ητος, ἡ, τὸ ἀφῃρημ. οὐσ. τοῦ [[μικρός]], πρῶτον Ἀναξαγ. ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 6, 6· διὰ σμικρότητα ἀόρατα Πλάτ. Τίμ. 43Α, πρβλ. Ἰσοκρ. 46Α· ἐπὶ τῆς φωνῆς, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 11, 3· - ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 687Ε. 2) ἐπὶ [[πόλεων]], [[πλήν]] εἴ τις διὰ σμικρότητα παρημελήθη Ἰσοκρ. 59Ε, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 2, 6· ἐπὶ πραγμάτων ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 19, 26· ἐπὶ γλώσσης, Λογγῖν. 43.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />petitesse ; <i>fig.</i> petitesse <i>ou</i> médiocrité du rang, de la condition.<br />'''Étymologie:''' [[μικρός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῑκρότης:''' ή σμικρ-, ἡ, η [[ιδιότητα]] του μικρού, του λίγου, [[φειδώ]], ασημαντότητα, σε Αριστ.
|lsmtext='''μῑκρότης:''' ή σμικρ-, ἡ, η [[ιδιότητα]] του μικρού, του λίγου, [[φειδώ]], ασημαντότητα, σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''μῑκρότης:''' и σμῑκρότης, ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> незначительные размеры (διὰ σμικρότητα [[ἀόρατος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> слабость (φωνῆς Arst.);<br /><b class="num">3)</b> незначительность, маловажность (τῶν πραγμάτων Arst.).
|mdlsjtxt=μῑκρότης, ορ σμικρ-, ητος, , [from μῑκρός]<br />[[smallness]]: [[littleness]], [[meanness]], [[pettiness]], Arist.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[pettiness]], [[smallness]]
}}
}}

Latest revision as of 07:34, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρότης Medium diacritics: μικρότης Low diacritics: μικρότης Capitals: ΜΙΚΡΟΤΗΣ
Transliteration A: mikrótēs Transliteration B: mikrotēs Transliteration C: mikrotis Beta Code: mikro/ths

English (LSJ)

or σμικρότης (v. μικρός), ητος, ἡ,
A smallness. first in Anaxag.1, cf. Arist.Metaph.1056b29; διὰ σμικρότητα ἀόρατα Pl.Ti.43a, cf. Isoc. 4.27; of voice, Arist.de An.422b30; ἀνέμων Thphr. Vent.1: pl., μεγέθη καὶ μ. Plu.2.687e.
2 meanness, pettiness, of rank, Isoc.4.93, Arist.Pol.1302b4; of matters, Id.Rh.1393a9; of language, triviality, Longin.43.1.

German (Pape)

[Seite 185] ητος, ἡ, die Kleinheit, Wenigkeit; τὰς διὰ μικρότητα διαλαθούσας εὐεργεσίας, im Gegensatz von διὰ τὸ μέγεθος, Isocr. 4, 27; Plut. Aemil. 8 u. öfter, wie a. Sp. S. σμικρότης.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
petitesse ; fig. petitesse ou médiocrité du rang, de la condition.
Étymologie: μικρός.

Russian (Dvoretsky)

μῑκρότης: и σμῑκρότης, ητος ἡ
1 незначительные размеры (διὰ σμικρότητα ἀόρατος Plat.);
2 слабость (φωνῆς Arst.);
3 незначительность, маловажность (τῶν πραγμάτων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρότης: ἢ σμικρ- (ἴδε μικρός), ητος, ἡ, τὸ ἀφῃρημ. οὐσ. τοῦ μικρός, πρῶτον Ἀναξαγ. ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 6, 6· διὰ σμικρότητα ἀόρατα Πλάτ. Τίμ. 43Α, πρβλ. Ἰσοκρ. 46Α· ἐπὶ τῆς φωνῆς, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 11, 3· - ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 687Ε. 2) ἐπὶ πόλεων, πλήν εἴ τις διὰ σμικρότητα παρημελήθη Ἰσοκρ. 59Ε, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 2, 6· ἐπὶ πραγμάτων ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 19, 26· ἐπὶ γλώσσης, Λογγῖν. 43.

Greek Monotonic

μῑκρότης: ή σμικρ-, ἡ, η ιδιότητα του μικρού, του λίγου, φειδώ, ασημαντότητα, σε Αριστ.

Middle Liddell

μῑκρότης, ορ σμικρ-, ητος, ἡ, [from μῑκρός]
smallness: littleness, meanness, pettiness, Arist.

English (Woodhouse)

pettiness, smallness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)