σταίτινος: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(4)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=staitinos
|Transliteration C=staitinos
|Beta Code=stai/tinos
|Beta Code=stai/tinos
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of flour</b> or <b class="b2">dough of spelt</b>, <span class="bibl">Hdt.2.47</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Luc.</span> 10</span>.</span>
|Definition=η, ον, [[of flour]] or [[dough of spelt]], [[Herodotus|Hdt.]]2.47, Plu.''Luc.'' 10.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0928.png Seite 928]] von Weizenmehl, σταιτίνας πλάσσοοσι ὗς, Her. 2, 27.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0928.png Seite 928]] von Weizenmehl, σταιτίνας πλάσσοοσι ὗς, Her. 2, 27.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''σταίτινος''': , -ον, ὁ ἐξ ἀλεύρου ἢ φυράματος ζειᾶς, Ἡρόδ. 2. 47, Πλουτ. Λούκουλλ. 10· - οὕτω, σταιτήια, τά, πλακούντια ἢ ἀρτίσκοι ἐξ ἀλεύρου ζειᾶς, Ἡσύχ.
|btext=η, ον :<br />[[préparé avec de la pâte]].<br />'''Étymologie:''' [[σταῖς]].
}}
{{elnl
|elnltext=σταίτινος -η -ον [σταίς] [[van deeg van tarwemeel]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=η, ον :<br />préparé avec de la pâte.<br />'''Étymologie:''' [[σταῖς]].
|elrutext='''σταίτινος:''' [[сделанный из теста]] (ὗς Her.; [[βοῦς]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[στάτινος]], -ίνη, -ον Α [[σταῑς</i>, <i>σταιτός]]<br /><b>1.</b> φτειαγμένος από [[ζυμάρι]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. στον τ. [[στατίνη]]) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ ἐκ στέατος πεποιημένη καὶ ἁπ(α)λή».
|mltxt=και [[στάτινος]], -ίνη, -ον Α [[σταῖς</i>, <i>σταιτός]]<br /><b>1.</b> φτειαγμένος από [[ζυμάρι]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. στον τ. [[στατίνη]]) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ ἐκ στέατος πεποιημένη καὶ ἁπ(α)λή».
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σταίτῑνος:''' -η, -ον, αυτός που είναι παρασκευασμένος από [[αλεύρι]] ή [[ζύμη]] σικάλεως, σε Ηρόδ., Πλούτ.
|lsmtext='''σταίτῑνος:''' -η, -ον, αυτός που είναι παρασκευασμένος από [[αλεύρι]] ή [[ζύμη]] σικάλεως, σε Ηρόδ., Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σταίτινος:''' сделанный из теста (ὗς Her.; [[βοῦς]] Plut.).
|lstext='''σταίτινος''': -η, -ον, ὁ ἐξ ἀλεύρου ἢ φυράματος ζειᾶς, Ἡρόδ. 2. 47, Πλουτ. Λούκουλλ. 10· - οὕτω, σταιτήια, τά, πλακούντια ἢ ἀρτίσκοι ἐξ ἀλεύρου ζειᾶς, Ἡσύχ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σταίτῑνος, η, ον [from [[σταῖς]]<br />of [[flour]] or dough of [[spelt]], Hdt., Plut.
}}
}}

Latest revision as of 14:49, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταίτῐνος Medium diacritics: σταίτινος Low diacritics: σταίτινος Capitals: ΣΤΑΙΤΙΝΟΣ
Transliteration A: staítinos Transliteration B: staitinos Transliteration C: staitinos Beta Code: stai/tinos

English (LSJ)

η, ον, of flour or dough of spelt, Hdt.2.47, Plu.Luc. 10.

German (Pape)

[Seite 928] von Weizenmehl, σταιτίνας πλάσσοοσι ὗς, Her. 2, 27.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
préparé avec de la pâte.
Étymologie: σταῖς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταίτινος -η -ον [σταίς] van deeg van tarwemeel.

Russian (Dvoretsky)

σταίτινος: сделанный из теста (ὗς Her.; βοῦς Plut.).

Greek Monolingual

και στάτινος, -ίνη, -ον Α [[σταῖς, σταιτός]]
1. φτειαγμένος από ζυμάρι
2. (το θηλ. στον τ. στατίνη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐκ στέατος πεποιημένη καὶ ἁπ(α)λή».

Greek Monotonic

σταίτῑνος: -η, -ον, αυτός που είναι παρασκευασμένος από αλεύρι ή ζύμη σικάλεως, σε Ηρόδ., Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

σταίτινος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἀλεύρου ἢ φυράματος ζειᾶς, Ἡρόδ. 2. 47, Πλουτ. Λούκουλλ. 10· - οὕτω, σταιτήια, τά, πλακούντια ἢ ἀρτίσκοι ἐξ ἀλεύρου ζειᾶς, Ἡσύχ.

Middle Liddell

σταίτῑνος, η, ον [from σταῖς
of flour or dough of spelt, Hdt., Plut.