τετράπορος: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(4b)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetraporos
|Transliteration C=tetraporos
|Beta Code=tetra/poros
|Beta Code=tetra/poros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with four passages</b> or <b class="b2">openings</b>, ἁψῖδες <span class="title">AP</span>9. 696. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">coming four ways</b>, <b class="b3">ἄνεμοι</b> ib.656.</span>
|Definition=τετράπορον,<br><span class="bld">A</span> [[with four passages]] or [[openings]], ἁψῖδες ''AP''9. 696.<br><span class="bld">II</span> [[coming four ways]], [[ἄνεμοι]] ib.656.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1099.png Seite 1099]] mit vier Gängen, Löchern, ὰψῖδες, Byz. anath. 3 (IX, 696).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1099.png Seite 1099]] mit vier Gängen, Löchern, ὰψῖδες, Byz. anath. 3 (IX, 696).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à quatre ouvertures <i>ou</i> passages.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[πόρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τετράπορος:''' (ᾰ) имеющий четыре прохода (ἁψῖδες Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τετράπορος''': [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πόρους, ὀπὰς ἢ εἰσόδους, ἁψῖδες Ἀνθολ. Π. 6. 696. ΙΙ. ὁ ἐρχόμενος ἐκ τεσσάρων μερῶν, κατὰ τέσσαρας διευθύνσεις πνέων, ἄνεμοι [[αὐτόθι]] 656.
|lstext='''τετράπορος''': [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πόρους, ὀπὰς ἢ εἰσόδους, ἁψῖδες Ἀνθολ. Π. 6. 696. ΙΙ. ὁ ἐρχόμενος ἐκ τεσσάρων μερῶν, κατὰ τέσσαρας διευθύνσεις πνέων, ἄνεμοι [[αὐτόθι]] 656.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à quatre ouvertures <i>ou</i> passages.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[πόρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''τετράπορος:''' [ᾰ], -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[τέσσερις]] [[διόδους]] ή ανοίγματα, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έρχεται από [[τέσσερις]] μεριές, στο ίδ.
|lsmtext='''τετράπορος:''' [ᾰ], -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[τέσσερις]] [[διόδους]] ή ανοίγματα, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έρχεται από [[τέσσερις]] μεριές, στο ίδ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''τετράπορος:''' (ᾰ) имеющий четыре прохода (ἁψῖδες Anth.).
|mdlsjtxt=τετρά-˘πορος, ον,<br /><b class="num">I.</b> with [[four]] passages or openings, Anth.<br /><b class="num">II.</b> [[coming]] [[four]] ways, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράπορος Medium diacritics: τετράπορος Low diacritics: τετράπορος Capitals: ΤΕΤΡΑΠΟΡΟΣ
Transliteration A: tetráporos Transliteration B: tetraporos Transliteration C: tetraporos Beta Code: tetra/poros

English (LSJ)

τετράπορον,
A with four passages or openings, ἁψῖδες AP9. 696.
II coming four ways, ἄνεμοι ib.656.

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Gängen, Löchern, ὰψῖδες, Byz. anath. 3 (IX, 696).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre ouvertures ou passages.
Étymologie: τέσσαρες, πόρος.

Russian (Dvoretsky)

τετράπορος: (ᾰ) имеющий четыре прохода (ἁψῖδες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράπορος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πόρους, ὀπὰς ἢ εἰσόδους, ἁψῖδες Ἀνθολ. Π. 6. 696. ΙΙ. ὁ ἐρχόμενος ἐκ τεσσάρων μερῶν, κατὰ τέσσαρας διευθύνσεις πνέων, ἄνεμοι αὐτόθι 656.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις εισόδους ή τέσσερα ανοίγματα
αρχ.
(για άνεμο) αυτός που πνέει από τέσσερεις διευθύνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πόρος (< πόρος), πρβλ. ἑπτά-πορος].

Greek Monotonic

τετράπορος: [ᾰ], -ον,
I. αυτός που έχει τέσσερις διόδους ή ανοίγματα, σε Ανθ.
II. αυτός που έρχεται από τέσσερις μεριές, στο ίδ.

Middle Liddell

τετρά-˘πορος, ον,
I. with four passages or openings, Anth.
II. coming four ways, Anth.