συνεκτίνω: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synektino
|Transliteration C=synektino
|Beta Code=sunekti/nw
|Beta Code=sunekti/nw
|Definition=[ῐ], fut. <b class="b3">-τείσω</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pay along with</b> or <b class="b2">together, help in paying</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>855b</span>, <span class="bibl">D.53.26</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Rom.</span>13</span>.</span>
|Definition=[ῐ], fut. -τείσω, [[pay along with]] or [[together]], [[help in paying]], Id.''Lg.''855b, D.53.26, Plu.''Rom.''13.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1013.png Seite 1013]] (s. [[τίνω]]), mit od. zugleich bezahlen, büßen; Plat. Legg. IX, 855 b; ὡμολόγησαν αὐτοὶ συνεκτίσειν, Dem. 53, 26; ζημίαν συνεκτίσειν, Plut. Camill. 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1013.png Seite 1013]] (s. [[τίνω]]), mit od. zugleich bezahlen, büßen; Plat. Legg. IX, 855 b; ὡμολόγησαν αὐτοὶ συνεκτίσειν, Dem. 53, 26; ζημίαν συνεκτίσειν, Plut. Camill. 12.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συνεκτίνω''': [], μέλλ -τίσω [ῑ], [[ἐκτίνω]], πληρώνω μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], βοηθῶ εἰς πληρωμήν, Πλάτ. Νόμ. 855Β, Δημ. 1254. 27, Πλουτ. Ρωμ. 13 (διάφ. γραφ. συνεκτιννύοντες), κτλ.
|btext=[[acquitter avec]], [[aider à acquitter]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκτίνω]].
}}
}}
{{bailly
{{elnl
|btext=acquitter avec, aider à acquitter.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκτίνω]].
|elnltext=συν-εκτίνω helpen betalen.
}}
}}
{{grml
{{elru
|mltxt=Α<br />[[πληρώνω]] από κοινού με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκτίνω]] «[[πληρώνω]], [[ξεπληρώνω]]»].
|elrutext='''συνεκτίνω:''' (ῐ) (fut. συνεκτίσω с ῑ) вместе уплачивать, помогать уплатить (τὰ χρήματα Plut.): ξυνεκτίνοντες ἀπελευθεροῦν Plat. освободить (виновного), внеся за него сообща и штраф.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 28:
|lsmtext='''συνεκτίνω:''' μέλ. -[[τίσω]] [ῑ], [[πληρώνω]] μαζί ή από κοινού με, [[συμβάλλω]] στην [[πληρωμή]], σε Δημ.
|lsmtext='''συνεκτίνω:''' μέλ. -[[τίσω]] [ῑ], [[πληρώνω]] μαζί ή από κοινού με, [[συμβάλλω]] στην [[πληρωμή]], σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνεκτίνω:''' () (fut. συνεκτίσω с ῑ) вместе уплачивать, помогать уплатить (τὰ χρήματα Plut.): ξυνεκτίνοντες ἀπελευθεροῦν Plat. освободить (виновного), внеся за него сообща и штраф.
|lstext='''συνεκτίνω''': [], μέλλ -τίσω [ῑ], [[ἐκτίνω]], πληρώνω μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], βοηθῶ εἰς πληρωμήν, Πλάτ. Νόμ. 855Β, Δημ. 1254. 27, Πλουτ. Ρωμ. 13 (διάφ. γραφ. συνεκτιννύοντες), κτλ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=συν-εκτίνω helpen betalen.
|mdlsjtxt=fut. -[[τίσω]]<br />to pay [[along]] with or [[together]], to [[help]] in paying, Dem.
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκτίνω Medium diacritics: συνεκτίνω Low diacritics: συνεκτίνω Capitals: ΣΥΝΕΚΤΙΝΩ
Transliteration A: synektínō Transliteration B: synektinō Transliteration C: synektino Beta Code: sunekti/nw

English (LSJ)

[ῐ], fut. -τείσω, pay along with or together, help in paying, Id.Lg.855b, D.53.26, Plu.Rom.13.

German (Pape)

[Seite 1013] (s. τίνω), mit od. zugleich bezahlen, büßen; Plat. Legg. IX, 855 b; ὡμολόγησαν αὐτοὶ συνεκτίσειν, Dem. 53, 26; ζημίαν συνεκτίσειν, Plut. Camill. 12.

French (Bailly abrégé)

acquitter avec, aider à acquitter.
Étymologie: σύν, ἐκτίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εκτίνω helpen betalen.

Russian (Dvoretsky)

συνεκτίνω: (ῐ) (fut. συνεκτίσω с ῑ) вместе уплачивать, помогать уплатить (τὰ χρήματα Plut.): ξυνεκτίνοντες ἀπελευθεροῦν Plat. освободить (виновного), внеся за него сообща и штраф.

Greek Monolingual

Α
πληρώνω από κοινού με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκτίνω «πληρώνω, ξεπληρώνω»].

Greek Monotonic

συνεκτίνω: μέλ. -τίσω [ῑ], πληρώνω μαζί ή από κοινού με, συμβάλλω στην πληρωμή, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκτίνω: [ῐ], μέλλ -τίσω [ῑ], ἐκτίνω, πληρώνω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, βοηθῶ εἰς πληρωμήν, Πλάτ. Νόμ. 855Β, Δημ. 1254. 27, Πλουτ. Ρωμ. 13 (διάφ. γραφ. συνεκτιννύοντες), κτλ.

Middle Liddell

fut. -τίσω
to pay along with or together, to help in paying, Dem.