ἀργιλλώδης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
(3)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=argillodis
|Transliteration C=argillodis
|Beta Code=a)rgillw/dhs
|Beta Code=a)rgillw/dhs
|Definition=or ἀργῑλώδης, ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">clayey</b>, ἀργιλωδεστέρην γῆν <span class="bibl">Hdt.2.12</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>352b10</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.18.5</span>, Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.9.11.4</span>; ὄχθαι <span class="bibl">Euph.11</span> (=<span class="bibl">Archyt.Amph.2</span>).</span>
|Definition=or [[ἀργιλώδης]], ες, [[clayey]], ἀργιλωδεστέρην γῆν [[Herodotus|Hdt.]]2.12, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''352b10, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.18.5, Antyll. ap. Orib.9.11.4; ὄχθαι Euph.11 (=Archyt.Amph.2).
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />[[argileux]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄργιλλος]], -ωδης.
}}
{{ls
|lstext='''ἀργιλλώδης''': ἢ ἀργῑλώδης, ες, [[ὅμοιος]] ἀργίλλῳ ἢ ὁ συνιστάμενος ἐξ ἀργίλλου, ἀργιλλωδεστέραν γῆν, περὶ Σάμου, Ἡρόδ. 2. 12, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 17, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 18, 5· κατὰ Σουΐδ. «[[ἀργιλλώδης]], ὁ [[ῥυπαρός]]· ἢ [[ἀργιλλώδης]] γῆ, ἡ λευκὴ καὶ καθαρά».
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀργιλλώδης:''' ή ἀργῑλ-ῶδης, -ες ([[εἶδος]]), αυτός που μοιάζει με [[λευκό]] [[χρώμα]], χωματώδης, σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄργιλλος]], ἄργῑλος, [[εἶδος]]<br />like [[clay]], [[clayey]], Hdt.
}}
{{pape
|ptext=od. [[ἀργιλώδης]], ες, <i>[[tonartig]], [[tonig]]</i>, γῆ Her. 2.12; [[τόπος]] Theophr.; ὄχθαι bei Ath. III.82a.
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργιλλώδης Medium diacritics: ἀργιλλώδης Low diacritics: αργιλλώδης Capitals: ΑΡΓΙΛΛΩΔΗΣ
Transliteration A: argillṓdēs Transliteration B: argillōdēs Transliteration C: argillodis Beta Code: a)rgillw/dhs

English (LSJ)

or ἀργιλώδης, ες, clayey, ἀργιλωδεστέρην γῆν Hdt.2.12, cf. Arist.Mete.352b10, Thphr. HP 3.18.5, Antyll. ap. Orib.9.11.4; ὄχθαι Euph.11 (=Archyt.Amph.2).

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
argileux.
Étymologie: ἄργιλλος, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργιλλώδης: ἢ ἀργῑλώδης, ες, ὅμοιος ἀργίλλῳ ἢ ὁ συνιστάμενος ἐξ ἀργίλλου, ἀργιλλωδεστέραν γῆν, περὶ Σάμου, Ἡρόδ. 2. 12, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 17, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 18, 5· κατὰ Σουΐδ. «ἀργιλλώδης, ὁ ῥυπαρός· ἢ ἀργιλλώδης γῆ, ἡ λευκὴ καὶ καθαρά».

Greek Monotonic

ἀργιλλώδης: ή ἀργῑλ-ῶδης, -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με λευκό χρώμα, χωματώδης, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἄργιλλος, ἄργῑλος, εἶδος
like clay, clayey, Hdt.

German (Pape)

od. ἀργιλώδης, ες, tonartig, tonig, γῆ Her. 2.12; τόπος Theophr.; ὄχθαι bei Ath. III.82a.