εκτός: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἑκτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί [[κανείς]] να τον έχει, να τον αποκτήσει<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἑκτά</i><br />οι ιδιότητες της ουσίας ([[κατά]] τους Στωικούς).<br /><b>(II)</b><br /><b>επίρρ.</b> (AM [[ἐκτός]])<br /><b>1.</b> έξω, [[μακριά]], [[προς]] τα έξω («στῆ δ' ἐκτὸς κλισίης», Ιλ. Ξ)<br /><b>2.</b> (για [[εξαίρεση]]) [[πλην]], [[παρεκτός]], [[εξόν]] («ἔχεις τι ἐκτὸς τούτων λέγειν;», <b>Πλάτ.</b> Γοργ.)<br /><b>3.</b> με υποθετ. ή ειδ. [[πρόταση]]<br />[[εκτός]] αν, [[εκτός]] ότι<br /><b>4.</b> <b>(απολ.)</b> [[απέξω]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[εκτός]] τόπου και χρόνου» — για [[κάθε]] νοητό, όπως π.χ. οι ιδέες του Πλάτωνος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[εκτός]] νόμου», «[[εκτός]] συναγωνισμού», «[[εκτός]] κινδύνου», «[[εκτός]] [[εαυτού]]»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίς]] («ἐκτὸς ὠδίνων τέξεται», Διοσκουρίδης)<br /><b>2.</b> <b>(γεωμ.)</b> [[πέρα]], [[μακριά]]<br /><b>3.</b> (για χρόνο) [[πέρα]], [[μετά]], ύστερα<br /><b>4.</b> <b>(απολ.)</b> [[επιπλέον]]<br /><b>5.</b> [[παρά]] τη [[συγκατάθεση]] κάποιου<br /><b>6.</b> (με ρ. κινήσεως) έξω, [[προς]] τα έξω («ἔρριψεν αὐτὸν [[ἐκτός]]», <b>Σοφ.</b> Τρ.)<br /><b>7.</b> <i>οἱ [[ἐκτός]]<br />α) οι ξένοι, ο όχλος<br />β) οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόθεση]] <i>εκ</i> (<b>βλ.</b> <i>εξ</i>) <span style="color: red;">+</span> επίρρ. κατάλ. -<i>τος</i> ( | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἑκτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί [[κανείς]] να τον έχει, να τον αποκτήσει<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἑκτά</i><br />οι ιδιότητες της ουσίας ([[κατά]] τους Στωικούς).<br /><b>(II)</b><br /><b>επίρρ.</b> (AM [[ἐκτός]])<br /><b>1.</b> έξω, [[μακριά]], [[προς]] τα έξω («στῆ δ' ἐκτὸς κλισίης», Ιλ. Ξ)<br /><b>2.</b> (για [[εξαίρεση]]) [[πλην]], [[παρεκτός]], [[εξόν]] («ἔχεις τι ἐκτὸς τούτων λέγειν;», <b>Πλάτ.</b> Γοργ.)<br /><b>3.</b> με υποθετ. ή ειδ. [[πρόταση]]<br />[[εκτός]] αν, [[εκτός]] ότι<br /><b>4.</b> <b>(απολ.)</b> [[απέξω]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[εκτός]] τόπου και χρόνου» — για [[κάθε]] νοητό, όπως π.χ. οι ιδέες του Πλάτωνος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[εκτός]] νόμου», «[[εκτός]] συναγωνισμού», «[[εκτός]] κινδύνου», «[[εκτός]] [[εαυτού]]»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίς]] («ἐκτὸς ὠδίνων τέξεται», Διοσκουρίδης)<br /><b>2.</b> <b>(γεωμ.)</b> [[πέρα]], [[μακριά]]<br /><b>3.</b> (για χρόνο) [[πέρα]], [[μετά]], ύστερα<br /><b>4.</b> <b>(απολ.)</b> [[επιπλέον]]<br /><b>5.</b> [[παρά]] τη [[συγκατάθεση]] κάποιου<br /><b>6.</b> (με ρ. κινήσεως) έξω, [[προς]] τα έξω («ἔρριψεν αὐτὸν [[ἐκτός]]», <b>Σοφ.</b> Τρ.)<br /><b>7.</b> <i>οἱ [[ἐκτός]]<br />α) οι ξένοι, ο όχλος<br />β) οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόθεση]] <i>εκ</i> (<b>βλ.</b> <i>εξ</i>) <span style="color: red;">+</span> επίρρ. κατάλ. -<i>τος</i> ([[πρβλ]]. [[εντός]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
(I)
ἑκτός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που μπορεί κανείς να τον έχει, να τον αποκτήσει
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑκτά
οι ιδιότητες της ουσίας (κατά τους Στωικούς).
(II)
επίρρ. (AM ἐκτός)
1. έξω, μακριά, προς τα έξω («στῆ δ' ἐκτὸς κλισίης», Ιλ. Ξ)
2. (για εξαίρεση) πλην, παρεκτός, εξόν («ἔχεις τι ἐκτὸς τούτων λέγειν;», Πλάτ. Γοργ.)
3. με υποθετ. ή ειδ. πρόταση
εκτός αν, εκτός ότι
4. (απολ.) απέξω
5. φρ. «εκτός τόπου και χρόνου» — για κάθε νοητό, όπως π.χ. οι ιδέες του Πλάτωνος
νεοελλ.
φρ. «εκτός νόμου», «εκτός συναγωνισμού», «εκτός κινδύνου», «εκτός εαυτού»
αρχ.
1. χωρίς («ἐκτὸς ὠδίνων τέξεται», Διοσκουρίδης)
2. (γεωμ.) πέρα, μακριά
3. (για χρόνο) πέρα, μετά, ύστερα
4. (απολ.) επιπλέον
5. παρά τη συγκατάθεση κάποιου
6. (με ρ. κινήσεως) έξω, προς τα έξω («ἔρριψεν αὐτὸν ἐκτός», Σοφ. Τρ.)
7. οἱ ἐκτός
α) οι ξένοι, ο όχλος
β) οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθεση εκ (βλ. εξ) + επίρρ. κατάλ. -τος (πρβλ. εντός)].