τρισκοπάνιστος: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
(1b) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=τρισκοπᾰ́νιστος | ||
|Medium diacritics=τρισκοπάνιστος | |Medium diacritics=τρισκοπάνιστος | ||
|Low diacritics=τρισκοπάνιστος | |Low diacritics=τρισκοπάνιστος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=triskopanistos | |Transliteration C=triskopanistos | ||
|Beta Code=triskopa/nistos | |Beta Code=triskopa/nistos | ||
|Definition=[ᾰ], ον, | |Definition=[ᾰ], ον, [[thrice-struck]] or [[thrice-stamped]], [[ἄρτος]] τρισκοπάνιστος = [[thrice-kneaded]], i.e. [[fine]], [[bread]], Batr.35. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />fait de farine moulue trois fois, <i>càd</i> de la plus fine farine.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[κοπανίζω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[dreimal]] [[gestoßen]]</i>, [[ἄρτος]], <i>sehr [[feines]] Brot, Batrach</i>. 35. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρισκοπάνιστος:''' трижды молотый, т. е. из муки тончайшего помола Batr. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρισκοπάνιστος''': [ᾰ], -ον, ὁ τρὶς κοπανισθείς, ἄρτος [[τρισκοπάνιστος]], τρὶς πλασθείς, ἢ ὁ ἐξ ἀλεύρου τρὶς φορὰς κοπανισθέντος, λεπτοῦ, [[οὐδέ]] με λήθει ἄρτος [[τρισκοπάνιστος]] ἀπ’ εὐκύκλου κανέοιο Βατραχομυμ. 35· ἄλλως τρισκοπάνητος. | |lstext='''τρισκοπάνιστος''': [ᾰ], -ον, ὁ τρὶς κοπανισθείς, ἄρτος [[τρισκοπάνιστος]], τρὶς πλασθείς, ἢ ὁ ἐξ ἀλεύρου τρὶς φορὰς κοπανισθέντος, λεπτοῦ, [[οὐδέ]] με λήθει ἄρτος [[τρισκοπάνιστος]] ἀπ’ εὐκύκλου κανέοιο Βατραχομυμ. 35· ἄλλως τρισκοπάνητος. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρισκοπάνιστος:''' [ᾰ], -ον, κοπανημένος [[τρεις]] φορές, σε Βατραχομ. | |lsmtext='''τρισκοπάνιστος:''' [ᾰ], -ον, κοπανημένος [[τρεις]] φορές, σε Βατραχομ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=τρισκοπᾰ́νιστος, ον,<br />[[thrice]]-[[knead]]ed, Batr. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:40, 30 November 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ον, thrice-struck or thrice-stamped, ἄρτος τρισκοπάνιστος = thrice-kneaded, i.e. fine, bread, Batr.35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fait de farine moulue trois fois, càd de la plus fine farine.
Étymologie: τρίς, κοπανίζω.
German (Pape)
dreimal gestoßen, ἄρτος, sehr feines Brot, Batrach. 35.
Russian (Dvoretsky)
τρισκοπάνιστος: трижды молотый, т. е. из муки тончайшего помола Batr.
Greek (Liddell-Scott)
τρισκοπάνιστος: [ᾰ], -ον, ὁ τρὶς κοπανισθείς, ἄρτος τρισκοπάνιστος, τρὶς πλασθείς, ἢ ὁ ἐξ ἀλεύρου τρὶς φορὰς κοπανισθέντος, λεπτοῦ, οὐδέ με λήθει ἄρτος τρισκοπάνιστος ἀπ’ εὐκύκλου κανέοιο Βατραχομυμ. 35· ἄλλως τρισκοπάνητος.
Greek Monolingual
-ον, Α
φρ. «ἄρτος τρισκοπάνιστος» — ψωμί από πολύ λεπτό αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ-/τρι- + κοπανιστός (< κοπανίζω)].
Greek Monotonic
τρισκοπάνιστος: [ᾰ], -ον, κοπανημένος τρεις φορές, σε Βατραχομ.