ἀνεψιαδοῦς: Difference between revisions
(1a) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anepsiadoys | |Transliteration C=anepsiadoys | ||
|Beta Code=a)neyiadou=s | |Beta Code=a)neyiadou=s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, | |Definition=οῦ, ὁ, [[first cousin's son]], Pherecr.203, Hermipp.86, D.44.26, Is.11.12; also, of [[second cousins]], acc. to Poll.3.28, but this rests on a misinterpretation of D. 45.54. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{DGE | ||
| | |dgtxt=(ἀνεψιᾰδοῦς) -οῦ, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀνεψιδοῦς Sch.A.R.3.359<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[hijo de primo o prima carnal]], [[primo segundo]] Pherecr.203, Hermipp.86, Is.9.2, 11.12, D.44.26, Ph.2.426, <i>SB</i> 6674.18 (II d.C.), Poll.3.28, Hsch., Sch.A.R.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[sobrino segundo]] según la lección τοὺς δὲ παῖδας τοὺς ἐκείνης καὶ τοὺς ἐμοὺς [[ἀνεψιαδοῦς]] D.45.54. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />cousin issu de germains.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνεψιός]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />[[cousin issu de germains]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνεψιός]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>Sohn eines Geschwisterkindes</i>, s. Dem. 45.54; <i>B.A</i>. 401 aus com. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνεψιᾰδοῦς:''' οῦ ὁ [[двоюродный племянник]] Dem. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ἀνεψιᾰδοῦς''': -οῦ, ὁ, ὁ υἱὸς πρώτου ἐξαδέλφου ἢ πρώτης ἐξαδέλφης Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 28. 28, Ἕρμιππ. ἐν Ἀδήλ. 14, Δημ. 1088. 17. Ὁ [[τύπος]] ἀνεψιαδός, ὁ, ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν. Βυζ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=ἀνεψιαδοῦς, ο (Α)<br />ο [[γιος]] πρώτου εξαδέλφου ή εξαδέλφης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανεψιά]] <span style="color: red;">+</span> (μεθομηρική κατάλ.) -<i>ιδούς</i>, που εμπεριέχει την [[έννοια]] της εξάρτησης, του υποκορισμού (-<i>ιδ</i>-) και το χαρακτηριστικό των πατρωνυμικών. Τα ονόματα με την κατάλ. -<i>ιδούς</i> δηλώνουν [[είτε]] τα [[παιδιά]] [[μέσα]] στην [[οικογένεια]], [[είτε]] τα μικρά των ζώων. Πρβλ. [[αδελφιδούς]], [[θυγατριδούς]], <i>υιδούς</i> κ.λπ.]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνεψιᾰδοῦς:''' -οῦ, ὁ, ο [[γιος]] του πρώτου ξαδέρφου ή ο [[δεύτερος]] [[ξάδερφος]], σε Δημ. | |lsmtext='''ἀνεψιᾰδοῦς:''' -οῦ, ὁ, ο [[γιος]] του πρώτου ξαδέρφου ή ο [[δεύτερος]] [[ξάδερφος]], σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=a [[first]]-[[cousin]]'s son, or [[second]] [[cousin]], Dem. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
| | |woodrun=[[second cousin]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:50, 3 March 2024
English (LSJ)
οῦ, ὁ, first cousin's son, Pherecr.203, Hermipp.86, D.44.26, Is.11.12; also, of second cousins, acc. to Poll.3.28, but this rests on a misinterpretation of D. 45.54.
Spanish (DGE)
(ἀνεψιᾰδοῦς) -οῦ, ὁ
• Alolema(s): ἀνεψιδοῦς Sch.A.R.3.359
• Prosodia: [ᾰ-]
1 hijo de primo o prima carnal, primo segundo Pherecr.203, Hermipp.86, Is.9.2, 11.12, D.44.26, Ph.2.426, SB 6674.18 (II d.C.), Poll.3.28, Hsch., Sch.A.R.l.c.
2 sobrino segundo según la lección τοὺς δὲ παῖδας τοὺς ἐκείνης καὶ τοὺς ἐμοὺς ἀνεψιαδοῦς D.45.54.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
cousin issu de germains.
Étymologie: ἀνεψιός.
German (Pape)
ὁ, Sohn eines Geschwisterkindes, s. Dem. 45.54; B.A. 401 aus com.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεψιᾰδοῦς: οῦ ὁ двоюродный племянник Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεψιᾰδοῦς: -οῦ, ὁ, ὁ υἱὸς πρώτου ἐξαδέλφου ἢ πρώτης ἐξαδέλφης Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 28. 28, Ἕρμιππ. ἐν Ἀδήλ. 14, Δημ. 1088. 17. Ὁ τύπος ἀνεψιαδός, ὁ, ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν. Βυζ.
Greek Monolingual
ἀνεψιαδοῦς, ο (Α)
ο γιος πρώτου εξαδέλφου ή εξαδέλφης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεψιά + (μεθομηρική κατάλ.) -ιδούς, που εμπεριέχει την έννοια της εξάρτησης, του υποκορισμού (-ιδ-) και το χαρακτηριστικό των πατρωνυμικών. Τα ονόματα με την κατάλ. -ιδούς δηλώνουν είτε τα παιδιά μέσα στην οικογένεια, είτε τα μικρά των ζώων. Πρβλ. αδελφιδούς, θυγατριδούς, υιδούς κ.λπ.].
Greek Monotonic
ἀνεψιᾰδοῦς: -οῦ, ὁ, ο γιος του πρώτου ξαδέρφου ή ο δεύτερος ξάδερφος, σε Δημ.
Middle Liddell
a first-cousin's son, or second cousin, Dem.