ἐξαπίναιος: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(1ab) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksapinaios | |Transliteration C=eksapinaios | ||
|Beta Code=e)capi/naios | |Beta Code=e)capi/naios | ||
|Definition=proparox., or | |Definition=proparox., or [[ἐξαπιναῖος]], α, ον, or ος, ον, = [[ἐξαιφνίδιος]] ([[sudden]], [[unexpected]]), Hp.''Acut.''28, X.''Hier.''10.6, Plb.25.2.1, Call.''Jov.''50, Ruf. ap. Orib.6.38.25. Adv. [[ἐξαπιναίως]] Hp.''Art.''43, Th.3.3, al. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἐξᾰπίναιος) -α, -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> fem. -η Hp.<i>Acut</i>.37; -αῖος, -ον Hp.<i>Acut</i>.28, Hp.<i>Mul</i>.2.138; Plb.25.2.1<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br />adv. graf. -ινέως Thdt.<i>HE</i> 2.30.5<br /><b class="num">1</b> [[repentino]], [[imprevisto]] τὰ ἐξαπιναῖα δῆλα τῶν νουσημάτων Hp.<i>Mul</i>.l.c., αἱ ἐξαπιναῖοι μεταβολαί Hp.<i>Acut</i>.28, ὁ [[ἄρτος]] θερμὸς ... παρέχει καὶ ἐξαπιναίην πληθώρην Hp.<i>Acut</i>.37, πολεμίων ἔφοδοι X.<i>Hier</i>.10.6, cf. Plb.l.c., φόβοι Aen.Tact.27.6, ἔργα Call.<i>Iou</i>.50, [[ἐκδιαίτησις]] Ph.2.160, συμβολή I.<i>BI</i> 1.369, ἐπιδρομαί I.<i>BI</i> 3.116, διάρροια Ruf. en Orib.6.38.25<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὰ ἐξαπίναια τάραχον ἐξεργάζεται lo repentino produce confusión</i> X.<i>Eq</i>.9.4, ὑπό τε τοῦ παρὰ π[ροσ] δοκίαν ἐξαπιναίου τυπ[τόμ] ενοι Phld.<i>Elect</i>.19.10.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἐξαπιναίως]] = [[repentinamente]] πέμπουσιν ἐ. ... ναῦς Th.3.3, cf. Thdt.l.c.<br /><b class="num">•</b>[[de golpe]], [[a la vez]] ὅπως ... ἐ. ἀφήσουσι (τὴν κλίμακα) de modo que dejen caer de golpe (la escalera)</i> Hp.<i>Art</i>.43. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξαπίναιος''': ἢ ἐξᾰπῐναῖος, α, ον, ἢ ος, ον, = [[ἐξαιφνίδιος]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388, Ξεν. Ἱέρων 10, 6, Πολύβ. 26. 6, 1, Καλλ. εἰς Δία 50. - Ἐπίρρ. -ως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Θουκ. 3. 3, κ. ἀλλ. | |lstext='''ἐξαπίναιος''': ἢ ἐξᾰπῐναῖος, α, ον, ἢ ος, ον, = [[ἐξαιφνίδιος]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388, Ξεν. Ἱέρων 10, 6, Πολύβ. 26. 6, 1, Καλλ. εἰς Δία 50. - Ἐπίρρ. -ως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Θουκ. 3. 3, κ. ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐξαπίναιος]], η, ον <i>adj</i> <i>adj</i> = [[ἐξαιφνίδιος]], Xen.] [adv. -ως Thuc.] [from | |mdlsjtxt=[[ἐξαπίναιος]], η, ον <i>adj</i> <i>adj</i> = [[ἐξαιφνίδιος]], Xen.] [adv. -ως Thuc.] [from ἐξᾰπῐ́νης]<br />[[sudden]], [[unexpected]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:13, 25 August 2023
English (LSJ)
proparox., or ἐξαπιναῖος, α, ον, or ος, ον, = ἐξαιφνίδιος (sudden, unexpected), Hp.Acut.28, X.Hier.10.6, Plb.25.2.1, Call.Jov.50, Ruf. ap. Orib.6.38.25. Adv. ἐξαπιναίως Hp.Art.43, Th.3.3, al.
Spanish (DGE)
(ἐξᾰπίναιος) -α, -ον
• Alolema(s): fem. -η Hp.Acut.37; -αῖος, -ον Hp.Acut.28, Hp.Mul.2.138; Plb.25.2.1
• Prosodia: [-ῐ-]
adv. graf. -ινέως Thdt.HE 2.30.5
1 repentino, imprevisto τὰ ἐξαπιναῖα δῆλα τῶν νουσημάτων Hp.Mul.l.c., αἱ ἐξαπιναῖοι μεταβολαί Hp.Acut.28, ὁ ἄρτος θερμὸς ... παρέχει καὶ ἐξαπιναίην πληθώρην Hp.Acut.37, πολεμίων ἔφοδοι X.Hier.10.6, cf. Plb.l.c., φόβοι Aen.Tact.27.6, ἔργα Call.Iou.50, ἐκδιαίτησις Ph.2.160, συμβολή I.BI 1.369, ἐπιδρομαί I.BI 3.116, διάρροια Ruf. en Orib.6.38.25
•neutr. subst. τὰ ἐξαπίναια τάραχον ἐξεργάζεται lo repentino produce confusión X.Eq.9.4, ὑπό τε τοῦ παρὰ π[ροσ] δοκίαν ἐξαπιναίου τυπ[τόμ] ενοι Phld.Elect.19.10.
2 adv. ἐξαπιναίως = repentinamente πέμπουσιν ἐ. ... ναῦς Th.3.3, cf. Thdt.l.c.
•de golpe, a la vez ὅπως ... ἐ. ἀφήσουσι (τὴν κλίμακα) de modo que dejen caer de golpe (la escalera) Hp.Art.43.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαπίναιος: ἢ ἐξᾰπῐναῖος, α, ον, ἢ ος, ον, = ἐξαιφνίδιος, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388, Ξεν. Ἱέρων 10, 6, Πολύβ. 26. 6, 1, Καλλ. εἰς Δία 50. - Ἐπίρρ. -ως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Θουκ. 3. 3, κ. ἀλλ.
Greek Monotonic
ἐξαπίναιος: -α, -ον ή -ος, -ον, = ἐξαιφνίδιος, σε Ξεν.· επίρρ. -ως, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐξαπίναιος, η, ον adj adj = ἐξαιφνίδιος, Xen.] [adv. -ως Thuc.] [from ἐξᾰπῐ́νης]
sudden, unexpected.