κυκνόπτερος: Difference between revisions

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source
(1ba)
m (Text replacement - "E., ''Or.''" to "E.''Or.''")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyknopteros
|Transliteration C=kyknopteros
|Beta Code=kukno/pteros
|Beta Code=kukno/pteros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">swan-plumed</b>, of Helen in reference to Leda and the swan, <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>1386</span> (lyr.).</span>
|Definition=κυκνόπτερον, [[swan-plumed]], of Helen in reference to Leda and the swan, [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''1386 (lyr.).
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κυκνόπτερος''': -ον, μυθολογικὸν ἐπίθ. τῆς Ἑλένης, ὡς γεννηθείσης ἐκ τῆς Λήδας καὶ τοῦ κύκνου, ἡ ἔχουσα κύκνου πτερά, Εὐρ. Ὀρ. 1385.
|btext=ος, ον :<br />[[aux ailes de cygne]].<br />'''Étymologie:''' [[κύκνος]], [[πτερόν]].
}}
{{elnl
|elnltext=κυκνόπτερος -ον &#91;[[κύκνος]], [[πτερόν]]] [[met zwanenveren]].
}}
{{pape
|ptext=<i>mit Schwanenflügeln</i>, Eur. <i>Or</i>. 1388.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />aux ailes de cygne.<br />'''Étymologie:''' [[κύκνος]], [[πτερόν]].
|elrutext='''κυκνόπτερος:''' [[с лебедиными крыльями]] Eur.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυκνόπτερος]], -ον (Α)<br />(επίθ. της Ελένης, [[επειδή]] γεννήθηκε από τη [[Λήδα]] και τον Δία, μεταμορφωμένο σε κύκνο) αυτή που έχει φτερά κύκνου («ὀρνιθόγονον [[ὄμμα]] κυκνόπτερον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λεπιδό</i>-<i>πτερος</i>, [[ορθό]]-<i>πτερος</i>].
|mltxt=[[κυκνόπτερος]], -ον (Α)<br />(επίθ. της Ελένης, [[επειδή]] γεννήθηκε από τη [[Λήδα]] και τον Δία, μεταμορφωμένο σε κύκνο) αυτή που έχει φτερά κύκνου («ὀρνιθόγονον [[ὄμμα]] κυκνόπτερον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), [[πρβλ]]. <i>λεπιδό</i>-<i>πτερος</i>, [[ορθό]]-<i>πτερος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κυκνόπτερος:''' -ον ([[πτερόν]]), με φτερά, πούπουλα κύκνου, σε Ευρ.
|lsmtext='''κυκνόπτερος:''' -ον ([[πτερόν]]), με φτερά, πούπουλα κύκνου, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κυκνόπτερος:''' с лебедиными крыльями Eur.
|lstext='''κυκνόπτερος''': -ον, μυθολογικὸν ἐπίθ. τῆς Ἑλένης, ὡς γεννηθείσης ἐκ τῆς Λήδας καὶ τοῦ κύκνου, ἡ ἔχουσα κύκνου πτερά, Εὐρ. Ὀρ. 1385.
}}
{{elnl
|elnltext=κυκνόπτερος -ον [κύκνος, πτερόν] met zwanenveren.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κυκνό-πτερος, ον [[πτερόν]]<br />[[swan]]-plumed, Eur.
|mdlsjtxt=κυκνό-πτερος, ον [[πτερόν]]<br />[[swan]]-plumed, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 20:40, 22 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκνόπτερος Medium diacritics: κυκνόπτερος Low diacritics: κυκνόπτερος Capitals: ΚΥΚΝΟΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: kyknópteros Transliteration B: kyknopteros Transliteration C: kyknopteros Beta Code: kukno/pteros

English (LSJ)

κυκνόπτερον, swan-plumed, of Helen in reference to Leda and the swan, E.Or.1386 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux ailes de cygne.
Étymologie: κύκνος, πτερόν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυκνόπτερος -ον [κύκνος, πτερόν] met zwanenveren.

German (Pape)

mit Schwanenflügeln, Eur. Or. 1388.

Russian (Dvoretsky)

κυκνόπτερος: с лебедиными крыльями Eur.

Greek Monolingual

κυκνόπτερος, -ον (Α)
(επίθ. της Ελένης, επειδή γεννήθηκε από τη Λήδα και τον Δία, μεταμορφωμένο σε κύκνο) αυτή που έχει φτερά κύκνου («ὀρνιθόγονον ὄμμα κυκνόπτερον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. λεπιδό-πτερος, ορθό-πτερος].

Greek Monotonic

κυκνόπτερος: -ον (πτερόν), με φτερά, πούπουλα κύκνου, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κυκνόπτερος: -ον, μυθολογικὸν ἐπίθ. τῆς Ἑλένης, ὡς γεννηθείσης ἐκ τῆς Λήδας καὶ τοῦ κύκνου, ἡ ἔχουσα κύκνου πτερά, Εὐρ. Ὀρ. 1385.

Middle Liddell

κυκνό-πτερος, ον πτερόν
swan-plumed, Eur.