ποδαγρικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
mNo edit summary
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=podagrikos
|Transliteration C=podagrikos
|Beta Code=podagriko/s
|Beta Code=podagriko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">gouty</b>, of persons, <span class="bibl">Plb.36.14.2</span>, <span class="bibl">D.S.32.20</span>, Dsc. 1.15, 3.133, Herod.Med. ap. <span class="bibl">Orib.10.8.9</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cat.Ma.</span>9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">from gout, gouty</b>, πάθη Id.2.1087e, cf. <span class="bibl">Ph.1.525</span>; νόσος <span class="bibl">D.L.5.68</span>; <b class="b3">τὰ</b> π. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>5.25</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.9.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">for gout</b>, <b class="b3">δυνάμεις, φάρμακον</b>, Dsc.5.128, Gal.11.432.</span>
|Definition=ποδαγρική, ποδαγρικόν,<br><span class="bld">A</span> [[gouty]], of persons, Plb.36.14.2, [[Diodorus Siculus|D.S.]]32.20, Dsc. 1.15, 3.133, Herod.Med. ap. Orib.10.8.9, Plu.''Cat.Ma.''9.<br><span class="bld">2</span> [[of gout]] or [[from gout]], [[gouty]], πάθη Id.2.1087e, cf. Ph.1.525; νόσος D.L.5.68; [[τὰ ποδαγρικά]] = [[gout]] Hp.''Aph.''5.25, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.9.1.<br><span class="bld">3</span> [[for gout]], [[δυνάμεις]], [[φάρμακον]], Dsc.5.128, Gal.11.432.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0642.png Seite 642]] ή, όν, podagrisch, an der Fußgicht leidend, Sp., bes. Medic.; ῥεύματα, Plut. non posse. 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0642.png Seite 642]] ή, όν, [[podagrisch]], an der Fußgicht leidend, Sp., bes. Medic.; ῥεύματα, Plut. non posse. 3.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui a la goutte aux pieds]], [[podagreux]], [[podagre]];<br /><b>2</b> [[qui concerne la goutte]].<br />'''Étymologie:''' [[ποδάγρα]].
}}
{{elnl
|elnltext=ποδαγρικός -ή -όν [[ποδάγρα]] geneesk. [[jichtlijder]]; subst. [[τὰ ποδαγρικά]] = [[jicht]].
}}
{{elru
|elrutext='''ποδαγρικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[страдающий подагрой]] Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[подагрический]] (ῥεύματα Plut.; [[νόσος]] Diog. L.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ποδαγρικός''': -ή, -όν, ὑποκείμενος εἰς ποδάγραν, πάσχων ἐξ ἀρθρίτιδος, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 9. 2) ὁ ἀνήκων εἰς ποδάγραν ἢ προερχόμενος ἐκ ποδάγρας, ῥεύματα ὁ αὐτ. 2. 1087Ε· [[νόσος]] π. Διογ. Λ. 5. 68, οὕτω, τὰ ποδαγρικὰ Ἱππ. Ἀφ. 1254, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 1.
|lstext='''ποδαγρικός''': -ή, -όν, ὑποκείμενος εἰς ποδάγραν, πάσχων ἐξ ἀρθρίτιδος, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 9. 2) ὁ ἀνήκων εἰς ποδάγραν ἢ προερχόμενος ἐκ ποδάγρας, ῥεύματα ὁ αὐτ. 2. 1087Ε· [[νόσος]] π. Διογ. Λ. 5. 68, οὕτω, τὰ ποδαγρικὰ Ἱππ. Ἀφ. 1254, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 1.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui a la goutte aux pieds, podagre;<br /><b>2</b> qui concerne la goutte.<br />'''Étymologie:''' [[ποδάγρα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[ποδάγρα]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[ποδάγρα]] ή προέρχεται από [[ποδάγρα]] (α. «εἰ ποδαγρικῷ χρήσαιτο πάθει», Φίλων<br />β. «νόσῳ ποδαγρικῇ καταπονηθείς», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> αυτός χρησιμεύει για τη [[θεραπεία]] της ποδάγρας («ποδαγρικὸν [[φάρμακον]]», <b>Γαλ.</b>) || (αρχ)<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ποδαγρικός]]<br />[[εκείνος]] που πάσχει από [[ποδάγρα]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ποδαγρικά</i><br />η [[ποδάγρα]].
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[ποδάγρα]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[ποδάγρα]] ή προέρχεται από [[ποδάγρα]] (α. «εἰ ποδαγρικῷ χρήσαιτο πάθει», Φίλων<br />β. «νόσῳ ποδαγρικῇ καταπονηθείς», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> αυτός χρησιμεύει για τη [[θεραπεία]] της ποδάγρας («ποδαγρικὸν [[φάρμακον]]», <b>Γαλ.</b>) || (αρχ)<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ποδαγρικός]]<br />[[εκείνος]] που πάσχει από [[ποδάγρα]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ποδαγρικά</i><br />η [[ποδάγρα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποδαγρικός:''' -ή, -όν, υποκείμενος σε [[ποδάγρα]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ποδαγρικός:''' -ή, -όν, υποκείμενος σε [[ποδάγρα]], σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=ποδαγρικός -ή -όν [ποδάγρα] geneesk. jichtlijder; subst. τὰ\n ποδαγρικά jicht.
}}
{{elru
|elrutext='''ποδαγρικός:'''<br /><b class="num">1)</b> страдающий подагрой Plut.;<br /><b class="num">2)</b> подагрический (ῥεύματα Plut.; [[νόσος]] Diog. L.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ποδαγρικός]], ή, όν [from [[ποδάγρα]]<br />[[liable]] to [[gout]], gouty, Plut.
|mdlsjtxt=[[ποδαγρικός]], ή, όν [from [[ποδάγρα]]<br />[[liable]] to [[gout]], gouty, Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:12, 18 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδαγρικός Medium diacritics: ποδαγρικός Low diacritics: ποδαγρικός Capitals: ΠΟΔΑΓΡΙΚΟΣ
Transliteration A: podagrikós Transliteration B: podagrikos Transliteration C: podagrikos Beta Code: podagriko/s

English (LSJ)

ποδαγρική, ποδαγρικόν,
A gouty, of persons, Plb.36.14.2, D.S.32.20, Dsc. 1.15, 3.133, Herod.Med. ap. Orib.10.8.9, Plu.Cat.Ma.9.
2 of gout or from gout, gouty, πάθη Id.2.1087e, cf. Ph.1.525; νόσος D.L.5.68; τὰ ποδαγρικά = gout Hp.Aph.5.25, Thphr. HP 9.9.1.
3 for gout, δυνάμεις, φάρμακον, Dsc.5.128, Gal.11.432.

German (Pape)

[Seite 642] ή, όν, podagrisch, an der Fußgicht leidend, Sp., bes. Medic.; ῥεύματα, Plut. non posse. 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui a la goutte aux pieds, podagreux, podagre;
2 qui concerne la goutte.
Étymologie: ποδάγρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδαγρικός -ή -όν ποδάγρα geneesk. jichtlijder; subst. τὰ ποδαγρικά = jicht.

Russian (Dvoretsky)

ποδαγρικός:
1 страдающий подагрой Plut.;
2 подагрический (ῥεύματα Plut.; νόσος Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

ποδαγρικός: -ή, -όν, ὑποκείμενος εἰς ποδάγραν, πάσχων ἐξ ἀρθρίτιδος, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 9. 2) ὁ ἀνήκων εἰς ποδάγραν ἢ προερχόμενος ἐκ ποδάγρας, ῥεύματα ὁ αὐτ. 2. 1087Ε· νόσος π. Διογ. Λ. 5. 68, οὕτω, τὰ ποδαγρικὰ Ἱππ. Ἀφ. 1254, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 1.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ ποδάγρα
1. αυτός που αναφέρεται στην ποδάγρα ή προέρχεται από ποδάγρα (α. «εἰ ποδαγρικῷ χρήσαιτο πάθει», Φίλων
β. «νόσῳ ποδαγρικῇ καταπονηθείς», Διογ. Λαέρ.)
2. αυτός χρησιμεύει για τη θεραπεία της ποδάγρας («ποδαγρικὸν φάρμακον», Γαλ.)

Greek Monotonic

ποδαγρικός: -ή, -όν, υποκείμενος σε ποδάγρα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ποδαγρικός, ή, όν [from ποδάγρα
liable to gout, gouty, Plut.