Πινδάρειος: Difference between revisions
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
m (Text replacement - "*" to "*") |
|||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Pindareios | |Transliteration C=Pindareios | ||
|Beta Code=*pinda/reios | |Beta Code=*pinda/reios | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], α, ον, [[of Pindar]], ἔπος [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''939 (lyr.):—also [[Πινδαρικός]], ή, όν, Plu.2.602f; σχῆμα Πινδάρειον Eust.1110.52. Adv. [[Πινδαρικῶς]] Id.21.14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[de Pindare]].<br />'''Étymologie:''' Πίνδαρος. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Πινδάρειος:''' (ᾰ) пиндаров(ский) Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Πινδάρειος''': -α, -ον, ὁ εἰς τὸν Πίνδαρον ἀνήκων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 939· ― [[ὡσαύτως]] Πινδαρικός, ή, όν, Πλούτ. 2. 603Ε· Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 21. 14. | |lstext='''Πινδάρειος''': -α, -ον, ὁ εἰς τὸν Πίνδαρον ἀνήκων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 939· ― [[ὡσαύτως]] Πινδαρικός, ή, όν, Πλούτ. 2. 603Ε· Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 21. 14. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Πινδάρειος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στον Πίνδαρο, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''Πινδάρειος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στον Πίνδαρο, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[Πινδάρειος]], η, ον<br />of [[Pindar]], Ar. | |mdlsjtxt=[[Πινδάρειος]], η, ον<br />of [[Pindar]], Ar. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:55, 21 September 2023
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, of Pindar, ἔπος Ar.Av.939 (lyr.):—also Πινδαρικός, ή, όν, Plu.2.602f; σχῆμα Πινδάρειον Eust.1110.52. Adv. Πινδαρικῶς Id.21.14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de Pindare.
Étymologie: Πίνδαρος.
Russian (Dvoretsky)
Πινδάρειος: (ᾰ) пиндаров(ский) Arph.
Greek (Liddell-Scott)
Πινδάρειος: -α, -ον, ὁ εἰς τὸν Πίνδαρον ἀνήκων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 939· ― ὡσαύτως Πινδαρικός, ή, όν, Πλούτ. 2. 603Ε· Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 21. 14.
Greek Monotonic
Πινδάρειος: -α, -ον, αυτός που ανήκει στον Πίνδαρο, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
Πινδάρειος, η, ον
of Pindar, Ar.