τητάνιος: Difference between revisions
From LSJ
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=τητάνιος | |||
|Medium diacritics=τητάνιος | |||
|Low diacritics=τητάνιος | |||
|Capitals=ΤΗΤΑΝΙΟΣ | |||
|Transliteration A=tētánios | |||
|Transliteration B=tētanios | |||
|Transliteration C=titanios | |||
|Beta Code=thta/nios | |||
|Definition=v. [[σητάνειος]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σητάνειος]] και [[σητάνιος]] και δωρ. τ. σατάνιος, -ον, Α<br /><b>1.</b> (για διάφορους καρπούς και [[κυρίως]] για το [[σιτάρι]]) ο [[φετινός]], αυτής της χρονιάς, [[νέας]] συγκομιδής (α. «ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν», Ιπποκρ.<br />β. «σητάνεια κρόμμυα»)<br /><b>2.</b> (για [[σιτάρι]]) κοσκινισμένος, καθαρισμένος («... | |mltxt=και [[σητάνειος]] και [[σητάνιος]] και δωρ. τ. σατάνιος, -ον, Α<br /><b>1.</b> (για διάφορους καρπούς και [[κυρίως]] για το [[σιτάρι]]) ο [[φετινός]], αυτής της χρονιάς, [[νέας]] συγκομιδής (α. «ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν», Ιπποκρ.<br />β. «σητάνεια κρόμμυα»)<br /><b>2.</b> (για [[σιτάρι]]) κοσκινισμένος, καθαρισμένος («...δηλοῖ δὲ ἡ [[λέξις]] τὸν καθαρόν, καὶ σητανείους πυροὺς ἐπετείους...», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[σητάνιον]]<br />το [[φυτό]] [[ἐπιμηλίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τῆτες]] / [[σῆτες]] / [[σᾶτες]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αν</i>-<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐπηετ</i>-<i>αν</i>-<i>ός</i> «[[φετινός]]»)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:50, 6 February 2024
English (LSJ)
v. σητάνειος.
Greek Monolingual
και σητάνειος και σητάνιος και δωρ. τ. σατάνιος, -ον, Α
1. (για διάφορους καρπούς και κυρίως για το σιτάρι) ο φετινός, αυτής της χρονιάς, νέας συγκομιδής (α. «ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν», Ιπποκρ.
β. «σητάνεια κρόμμυα»)
2. (για σιτάρι) κοσκινισμένος, καθαρισμένος («...δηλοῖ δὲ ἡ λέξις τὸν καθαρόν, καὶ σητανείους πυροὺς ἐπετείους...», Ησύχ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σητάνιον
το φυτό ἐπιμηλίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆτες / σῆτες / σᾶτες + επίθημα -αν-ιος (πρβλ. ἐπηετ-αν-ός «φετινός»)].