ψόφιος: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> (για ζώο) [[νεκρός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[άψυχος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) πολύ εξαντλημένος, εξουθενωμένος (α. «[[είμαι]] [[ψόφιος]] από την [[πείνα]]» β. «[[είμαι]] [[ψόφιος]] από την [[κούραση]]»)<br />β) [[νωθρός]], [[μαλθακός]] ή [[δειλός]], [[άτολμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψόφια</i> Ν<br />([[κυρίως]] μτφ.) αδύναμα ή άτολμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], το επίθ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το ρ. [[ψοφώ]] «[[πεθαίνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[σαπίζω]] > [[σάπιος]], [[βρομώ]] > [[βρόμιος]]), [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[άξιος]], [[γνήσιος]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το επίθ. έχει σχηματιστεί από το ουσ. [[ψόφος]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[τιμή]]: [[τίμιος]])].
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> (για ζώο) [[νεκρός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[άψυχος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) πολύ εξαντλημένος, εξουθενωμένος (α. «[[είμαι]] [[ψόφιος]] από την [[πείνα]]» β. «[[είμαι]] [[ψόφιος]] από την [[κούραση]]»)<br />β) [[νωθρός]], [[μαλθακός]] ή [[δειλός]], [[άτολμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψόφια</i> Ν<br />([[κυρίως]] μτφ.) αδύναμα ή άτολμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], το επίθ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το ρ. [[ψοφώ]] «[[πεθαίνω]]» ([[πρβλ]]. [[σαπίζω]] > [[σάπιος]], [[βρομώ]] > [[βρόμιος]]), [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ιος</i> ([[πρβλ]]. [[άξιος]], [[γνήσιος]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το επίθ. έχει σχηματιστεί από το ουσ. [[ψόφος]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> ([[πρβλ]]. [[τιμή]]: [[τίμιος]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. (για ζώο) νεκρός
2. (για πράγμ.) άψυχος
3. μτφ. (για πρόσ.) α) πολύ εξαντλημένος, εξουθενωμένος (α. «είμαι ψόφιος από την πείνα» β. «είμαι ψόφιος από την κούραση»)
β) νωθρός, μαλθακός ή δειλός, άτολμος.
επίρρ...
ψόφια Ν
(κυρίως μτφ.) αδύναμα ή άτολμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το επίθ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το ρ. ψοφώ «πεθαίνω» (πρβλ. σαπίζω > σάπιος, βρομώ > βρόμιος), κατά τα επίθ. σε -ιος (πρβλ. άξιος, γνήσιος). Κατ' άλλη άποψη, το επίθ. έχει σχηματιστεί από το ουσ. ψόφος (ΙΙ) + κατάλ. -ιος (πρβλ. τιμή: τίμιος)].