Συρακούσιος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
m (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>")
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=Συρακούσιος
|Medium diacritics=Συρακούσιος
|Low diacritics=Συρακούσιος
|Capitals=ΣΥΡΑΚΟΥΣΙΟΣ
|Transliteration A=Syrakoúsios
|Transliteration B=Syrakousios
|Transliteration C=Syrakousios
|Beta Code=&#42;surakou/sios
|Definition=[[Syracusan]]; v. sub [[Συράκουσαι]].
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de Syracuse, Syracusain.<br />'''Étymologie:''' [[Συράκουσαι]].
|btext=α, ον :<br />[[de Syracuse]], [[Syracusain]].<br />'''Étymologie:''' [[Συράκουσαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 6: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Σῡρᾱκούσιος:'''<br /><b class="num">I</b> ион. Σῠρηκούσιος 3 сиракузский Her., Dem.<br /><b class="num">[[Συρακούσιος|Σῠρᾱκούσιος]]:</b> <b class="num">II</b> ион. Σῠρηκούσιος ὁ сиракузец Pind. etc.
|elrutext='''Σῡρᾱκούσιος:'''<br /><b class="num">I</b> ион. Σῠρηκούσιος 3 [[сиракузский]] Her., Dem.<br /><b class="num">II</b> [[Συρακούσιος|Σῠρᾱκούσιος]] ион. Σῠρηκούσιος ὁ [[сиракузец]] Pind. etc.
}}
}}

Latest revision as of 13:08, 18 April 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Συρακούσιος Medium diacritics: Συρακούσιος Low diacritics: Συρακούσιος Capitals: ΣΥΡΑΚΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: Syrakoúsios Transliteration B: Syrakousios Transliteration C: Syrakousios Beta Code: *surakou/sios

English (LSJ)

Syracusan; v. sub Συράκουσαι.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Syracuse, Syracusain.
Étymologie: Συράκουσαι.

Greek Monolingual

και Συρακόσιος, -α, -ο / Συρακόσιος και Συρακούσιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, και ως ουσ. Συρακοσεύς, -έως, Μ, και ιων. και ποιητ. τ. Συρηκόσιος και Συρηκούσιος και Συρρακούσιος, -ία, -ον και τ. θηλ. Συρακοσσίς Α
Συράκουσαι / Συράκοσαι]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Συρακούσες
2. (για πρόσ.) αυτός που κατάγεται από την παραπάνω νήσο της Σικελίας
3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο Συρακουσιος και η Συρακουσια ή Συρακουσία
ο κάτοικος τών Συρακουσών ή αυτός που κατάγεται από τις Συρακούσες
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ Συρακουσία
(ενν. χώρα) η χώρα τών Συρακουσών
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Συρακοσσίς
η γλώσσα τών Συρακουσίων
3. παροιμ. φρ. «Συρακοσία τράπεζα» — πολυτελές γεύμα (Πλάτ.).

Russian (Dvoretsky)

Σῡρᾱκούσιος:
I ион. Σῠρηκούσιος 3 сиракузский Her., Dem.
II Σῠρᾱκούσιος ион. Σῠρηκούσιος ὁ сиракузец Pind. etc.