επιρρίπτω: Difference between revisions
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπιρρίπτω]]) [[ρίπτω]]<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου ή [[πάνω]] σε κάποιον (α. «ὅτε μοι | |mltxt=(AM [[ἐπιρρίπτω]]) [[ρίπτω]]<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου ή [[πάνω]] σε κάποιον (α. «ὅτε μοι πλεῖστοι χαλκήρεα δοῦρα Τρῶες ἐπέρριψαν περὶ Πηλεΐωνι θανόντι», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «Βρούτῳ δὲ τήν αὑτοῦ [[φοινικίδα]] πολλών χρημάτων ἀξίαν οὖσαν ἐπέρριψε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποδίδω]] [[κάτι]] σε κάποιον, τον [[θεωρώ]] υπεύθυνο («ψευδεῖς δ’ αἰτίας ἐπιρρίπτων», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> «[[ἐπιρρίπτω]] ἑαυτήν τινι» — παντρεύομαι, [[παίρνω]] κάποιον ως σύζυγο<br /><b>2.</b> «[[ἐπιρρίπτω]] τὴν τιμήν μου» — δίνομαι σε κάποιον με τη θέλησή μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιβάλλω]], [[αναγκάζω]] («[[μηδὲ]] ὄρνιθας [[μηδὲ]] οἰνικά ἢ σιτικὰ γενήματα ἐπιρρίπτειν τιμῇ», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[εκφράζω]] τη [[γνώμη]] μου («οὖτος μέν οὖν ἀδιορίστως ἐπέρριψε περὶ τῶν λοιπῶν», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:10, 13 June 2022
Greek Monolingual
(AM ἐπιρρίπτω) ρίπτω
1. ρίχνω κάτι εναντίον κάποιου ή πάνω σε κάποιον (α. «ὅτε μοι πλεῖστοι χαλκήρεα δοῦρα Τρῶες ἐπέρριψαν περὶ Πηλεΐωνι θανόντι», Ομ. Οδ.
β. «Βρούτῳ δὲ τήν αὑτοῦ φοινικίδα πολλών χρημάτων ἀξίαν οὖσαν ἐπέρριψε», Πλούτ.)
2. αποδίδω κάτι σε κάποιον, τον θεωρώ υπεύθυνο («ψευδεῖς δ’ αἰτίας ἐπιρρίπτων», Διόδ. Σικ.)
μσν.
1. «ἐπιρρίπτω ἑαυτήν τινι» — παντρεύομαι, παίρνω κάποιον ως σύζυγο
2. «ἐπιρρίπτω τὴν τιμήν μου» — δίνομαι σε κάποιον με τη θέλησή μου
αρχ.
1. επιβάλλω, αναγκάζω («μηδὲ ὄρνιθας μηδὲ οἰνικά ἢ σιτικὰ γενήματα ἐπιρρίπτειν τιμῇ», πάπ.)
2. εκφράζω τη γνώμη μου («οὖτος μέν οὖν ἀδιορίστως ἐπέρριψε περὶ τῶν λοιπῶν», Αριστοτ.).