διάταση: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[διάτασις]])<br />[[έκταση]], [[τέντωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[σχοινιά]]) [[διάταμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ένταση]] φωνής<br /><b>2.</b> [[εξάπλωση]]<br /><b>3.</b> [[διαστολή]], [[διεύρυνση]]<br /><b>4.</b> (για φυτά) [[μεγέθυνση]]<br /><b>5.</b> [[ροπή]], [[έκταση]]<br /><b>6.</b> [[φιλονικία]]<br /><b>7.</b> [[έντονος]] [[αγώνας]] («αἱ διατάσεις τοῦ πνεύματος ῥήγματα... ποιοῡσιν»)<br /><b>8.</b> <b>(γυμν.)</b> [[κάθε]] [[κίνηση]] αργή και ομαλή με την οποία επιτυγχάνεται η τέλεια [[τάση]] τών [[μυών]] ορισμένου μέλους ή ορισμένων μελών του σώματος<br /><b>9.</b> <b>ιατρ.</b> η [[διεύρυνση]] ενός κοίλου οργάνου του σώματος εξαιτίας άσκησης υπερβολικής πίεσης στο τοίχωμά του από [[αύξηση]], [[ιδίως]], του όγκου του περιεχομένου του ή τοξικής βλάβης τών στοιχείων του τοιχώματός του.
|mltxt=η (AM [[διάτασις]])<br />[[έκταση]], [[τέντωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[σχοινιά]]) [[διάταμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ένταση]] φωνής<br /><b>2.</b> [[εξάπλωση]]<br /><b>3.</b> [[διαστολή]], [[διεύρυνση]]<br /><b>4.</b> (για φυτά) [[μεγέθυνση]]<br /><b>5.</b> [[ροπή]], [[έκταση]]<br /><b>6.</b> [[φιλονικία]]<br /><b>7.</b> [[έντονος]] [[αγώνας]] («αἱ διατάσεις τοῦ πνεύματος ῥήγματα... ποιοῦσιν»)<br /><b>8.</b> <b>(γυμν.)</b> [[κάθε]] [[κίνηση]] αργή και ομαλή με την οποία επιτυγχάνεται η τέλεια [[τάση]] τών [[μυών]] ορισμένου μέλους ή ορισμένων μελών του σώματος<br /><b>9.</b> <b>ιατρ.</b> η [[διεύρυνση]] ενός κοίλου οργάνου του σώματος εξαιτίας άσκησης υπερβολικής πίεσης στο τοίχωμά του από [[αύξηση]], [[ιδίως]], του όγκου του περιεχομένου του ή τοξικής βλάβης τών στοιχείων του τοιχώματός του.
}}
}}

Latest revision as of 13:03, 28 March 2021

Greek Monolingual

η (AM διάτασις)
έκταση, τέντωμα
νεοελλ.
(για σχοινιά) διάταμα
αρχ.
1. ένταση φωνής
2. εξάπλωση
3. διαστολή, διεύρυνση
4. (για φυτά) μεγέθυνση
5. ροπή, έκταση
6. φιλονικία
7. έντονος αγώνας («αἱ διατάσεις τοῦ πνεύματος ῥήγματα... ποιοῦσιν»)
8. (γυμν.) κάθε κίνηση αργή και ομαλή με την οποία επιτυγχάνεται η τέλεια τάση τών μυών ορισμένου μέλους ή ορισμένων μελών του σώματος
9. ιατρ. η διεύρυνση ενός κοίλου οργάνου του σώματος εξαιτίας άσκησης υπερβολικής πίεσης στο τοίχωμά του από αύξηση, ιδίως, του όγκου του περιεχομένου του ή τοξικής βλάβης τών στοιχείων του τοιχώματός του.