εχέγγυος: Difference between revisions
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (ΑΜ [[ἐχέγγυος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει ή που μπορεί να δώσει [[εγγύηση]] και [[ασφάλεια]], [[αξιόπιστος]], [[ασφαλής]] («τοῦ θανάτου τῇ ζημίᾳ ὡς ἐχεγγύω πιστεύσαντες» — [[επειδή]] πίστεψαν στην [[ποινή]] του θανάτου, [[διότι]] παρέχει [[εγγύηση]] περιορισμού τών εγκλημάτων, <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εχέγγυο</i>(<i>ν</i>)<br />αυτό που παρέχεται ως [[εγγύηση]], που θεωρείται ως [[ασφάλεια]] («έχει τα εχέγγυα μιας λαμπρής σταδιοδρομίας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αρκετά [[ισχυρός]] στο να... («οὐκ ὤν [[ἐχέγγυος]] | |mltxt=-ο (ΑΜ [[ἐχέγγυος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει ή που μπορεί να δώσει [[εγγύηση]] και [[ασφάλεια]], [[αξιόπιστος]], [[ασφαλής]] («τοῦ θανάτου τῇ ζημίᾳ ὡς ἐχεγγύω πιστεύσαντες» — [[επειδή]] πίστεψαν στην [[ποινή]] του θανάτου, [[διότι]] παρέχει [[εγγύηση]] περιορισμού τών εγκλημάτων, <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εχέγγυο</i>(<i>ν</i>)<br />αυτό που παρέχεται ως [[εγγύηση]], που θεωρείται ως [[ασφάλεια]] («έχει τα εχέγγυα μιας λαμπρής σταδιοδρομίας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αρκετά [[ισχυρός]] στο να... («οὐκ ὤν [[ἐχέγγυος]] ἐνεγκεῖν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τη [[βεβαίωση]] ότι δεν έχει να φοβηθεί [[τίποτα]], που [[είναι]] υπό την [[εγγύηση]], υπό την [[προστασία]] κάποιου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐχεγγύως</i> (Α)<br />με αξιόπιστο τρόπο, με ασφαλή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εχε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i> I) <span style="color: red;">+</span> [[εγγύη]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:35, 27 March 2021
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ ἐχέγγυος, -ον)
1. αυτός που παρέχει ή που μπορεί να δώσει εγγύηση και ασφάλεια, αξιόπιστος, ασφαλής («τοῦ θανάτου τῇ ζημίᾳ ὡς ἐχεγγύω πιστεύσαντες» — επειδή πίστεψαν στην ποινή του θανάτου, διότι παρέχει εγγύηση περιορισμού τών εγκλημάτων, Θουκ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το εχέγγυο(ν)
αυτό που παρέχεται ως εγγύηση, που θεωρείται ως ασφάλεια («έχει τα εχέγγυα μιας λαμπρής σταδιοδρομίας»)
αρχ.
1. αρκετά ισχυρός στο να... («οὐκ ὤν ἐχέγγυος ἐνεγκεῖν», Πλούτ.)
2. αυτός που έχει τη βεβαίωση ότι δεν έχει να φοβηθεί τίποτα, που είναι υπό την εγγύηση, υπό την προστασία κάποιου.
επίρρ...
ἐχεγγύως (Α)
με αξιόπιστο τρόπο, με ασφαλή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + εγγύη].