προγεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=[[goûter auparavant]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], γεύομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''προγεύομαι:''' Arst., Plut. = [[προγευματίζω]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προγεύομαι''': μέσ., γεύομαι, [[δοκιμάζω]] πρότερον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 11, 3, Πλούτ. 2. 49Ε, κτλ.
|lstext='''προγεύομαι''': μέσ., γεύομαι, [[δοκιμάζω]] πρότερον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 11, 3, Πλούτ. 2. 49Ε, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=goûter auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], γεύομαι.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[δοκιμάζω]] [[κάτι]] από [[πριν]] με τη [[γεύση]], [[γεύομαι]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αποκτώ]] την πρώτη [[εμπειρία]] μιας κατάστασης («προγεύεσθαι τοῦ μέλλοντος ἀγαθοῡ», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γευματίζω]] («ο προγεμένος του νηστικού δεν πιστεύει», παροιμ. φρ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[παίρνω]] το πρωινό μου, το πρόγευμά μου<br /><b>αρχ.</b><br />(το ενεργ.) [[προγεύω]]<br />[[δίνω]] σε κάποιον να γευθεί [[κάτι]] [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]] ή [[πριν]] από την ώρα του γεύματος.
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[δοκιμάζω]] [[κάτι]] από [[πριν]] με τη [[γεύση]], [[γεύομαι]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αποκτώ]] την πρώτη [[εμπειρία]] μιας κατάστασης («προγεύεσθαι τοῦ μέλλοντος ἀγαθοῦ», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γευματίζω]] («ο προγεμένος του νηστικού δεν πιστεύει», παροιμ. φρ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[παίρνω]] το πρωινό μου, το πρόγευμά μου<br /><b>αρχ.</b><br />(το ενεργ.) [[προγεύω]]<br />[[δίνω]] σε κάποιον να γευθεί [[κάτι]] [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]] ή [[πριν]] από την ώρα του γεύματος.
}}
{{elru
|elrutext='''προγεύομαι:''' Arst., Plut. = [[προγευματίζω]].
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 8 January 2023

French (Bailly abrégé)

goûter auparavant.
Étymologie: πρό, γεύομαι.

Russian (Dvoretsky)

προγεύομαι: Arst., Plut. = προγευματίζω.

Greek (Liddell-Scott)

προγεύομαι: μέσ., γεύομαι, δοκιμάζω πρότερον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 11, 3, Πλούτ. 2. 49Ε, κτλ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. δοκιμάζω κάτι από πριν με τη γεύση, γεύομαι κάτι προηγουμένως
2. μτφ. αποκτώ την πρώτη εμπειρία μιας κατάστασης («προγεύεσθαι τοῦ μέλλοντος ἀγαθοῦ», Φίλ.)
νεοελλ.
γευματίζω («ο προγεμένος του νηστικού δεν πιστεύει», παροιμ. φρ.)
μσν.
παίρνω το πρωινό μου, το πρόγευμά μου
αρχ.
(το ενεργ.) προγεύω
δίνω σε κάποιον να γευθεί κάτι πριν από κάποιον άλλο ή πριν από την ώρα του γεύματος.